Η έκθεση επιχειρεί να αναδείξει τη βαθιά και προφητική σκέψη του, τις σημαντικότερες στιγμές του έργου του αλλά και την συνολική πορεία ενός σύγχρονου δημιουργού, που με τα λόγια και τις πράξεις του άφησε το στίγμα του στη γλυπτική στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, ο Θόδωρος αγωνίστηκε για να ανανεώσει τη γλυπτική γλώσσα και να την αναδείξει σε ένα περιβάλλον όπου επικρατούσε η έντυπη και οπτικοακουστική επικοινωνία. Ο Θόδωρος υπήρξε πρωτεργάτης πρωτοποριακών και σύγχρονων καλλιτεχνικών πρακτικών, πραγματοποιώντας περφόρμανς, ηχητικά γλυπτά, εννοιολογικά έργα αλλά και τις πρώτες δράσεις μιας ιδιότυπης θεσμικής κριτικής για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο κοινωνικός και πολιτικός ρόλος του καλλιτέχνη και η σημασία της ένταξης καλλιτεχνικών φωνών στον δημόσιο λόγο αναγνωρίζονται ως κοινός παρονομαστής σε κάθε του δραστηριότητα. Τις παραπάνω ιδέες ο Θόδωρος τις έκανε πράξη μέσα από τη συστηματική και ιδιαίτερη παρουσία του στα μέσα μαζικής επικοινωνίας: εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Αντλώντας έμπνευση από την ίδια την εκθεσιακή πρακτική του Θόδωρου, όπως και από τα κριτικά του σχόλια πάνω στη λειτουργία των θεσμών, ο σχεδιασμός της έκθεσης αναδεικνύει τα όρια και τις δυνατότητες μιας μουσειακής αναδρομικής.
Υπονομεύοντας τον προσωποκεντρικό και παρελθοντικό χαρακτήρα μιας αναδρομικής έκθεσης, μαζί με τα έργα του Θόδωρου παρουσιάζονται και 5 έργα άλλων καλλιτεχνών –Νίκος Αρβανίτης, Πάκυ Βλασσοπούλου, Ίρις και Λήδα Λυκουριώτη (Αρχιτέκτονες της Φάλαινας), Κώστας Μπασάνος, Γιάννης Παπαδόπουλος– που έχουν συνδιαλλαγεί κριτικά με το έργο του Θόδωρου ή με αντίστοιχους διαχρονικούς προβληματισμούς. Τα έργα τους, που προϋπήρχαν ή είναι νέες αναθέσεις του ΕΜΣΤ ειδικά για την έκθεση, ανοίγουν προοπτικές νέων έμφυλων και ανατρεπτικών αναγνώσεων, εστιάζουν σε λιγότερο προβεβλημένες πτυχές του έργου του, επιβεβαιώνουν την σχέση του με την εποχή μας.
Ο Θόδωρος ήταν ένας καλλιτέχνης που έθεσε στο επίκεντρο του έργου του την επικοινωνία, και ως άμεση συνέπεια αυτού, ήρθε σε ρήξη με κάθε προσπάθεια παρερμηνείας, απλοποίησης ή αυθαίρετης ανάγνωσης της καλλιτεχνικής του πρόθεσης. Παράλληλα φρόντισε για την ορθή διατύπωση αυτής της πρόθεσης μέσα από πλήθος εκδόσεων και κειμένων του, αλλά και μέσα από τα ίδια του τα έργα που συχνά εμπεριείχαν ρητά διατυπωμένο τον προβληματισμό του δημιουργού τους. Πραγματοποίησε και μια ιστορική ανάγνωση του έργου του ήδη από την πρώτη του αναδρομική στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης του 1975 επισημαίνοντας το καλλιτεχνικό άλμα που πραγματοποιεί στα τέλη της δεκαετίας του 1960 για να καλύψει το πολιτιστικό, πολιτικό και τεχνολογικό χάσμα που υπήρχε μεταξύ της μεταπολεμικής περιόδου των σπουδών του και μεταξύ της εποχής της επιστροφής του στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Το άλμα αυτό οφειλόταν σε μια διαφοροποίηση, συχνά αυτοαναιρούμενη που ήταν η εισαγωγή λόγου, γραπτού ή προφορικού, στα έργα του.
Η έκθεση Θόδωρος, γλύπτης – Αντί Αναδρομικής ξεκινάει από αυτό το άλμα και επιχειρεί μέσα από μια μη χρονολογική πορεία να εξετάσει διαφορετικές θεματικές του έργου του, να αναδείξει έργα-κλειδιά αλλά και να αποσαφηνίσει το γλυπτικό λεξιλόγιο του Θόδωρου μέσα από 11 ενότητες. Αντλώντας από την καλλιτεχνική πρακτική του Θόδωρου, και η έκθεση επιχειρεί να αποτελέσει μια ενσώματη εμπειρία, όπως η γλυπτική.
Οι παρακάτω ενότητες συγκροτούν μια ενιαία πορεία μέσα από διαφορετικά σκηνικά και ατμόσφαιρες συναθροίζοντας και αντιπαραθέτοντας έργα από διαφορετικές περιόδους. Η σκηνογραφία της έκθεσης έχει υλοποιηθεί από τον αρχιτέκτονα και σκηνογράφο Γιάννη Αρβανίτη.
Ο γλύπτης Θόδωρος ζει και εργάζεται στο Παρίσι ήδη μια δεκαετία, πριν υποχρεωθεί να επιστρέψει στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το δικτατορικό καθεστώς ζήτησε τότε από όλους τους αποδέκτες Κρατικών Υποτροφιών που διέμεναν στο εξωτερικό να εγκατασταθούν στην Ελλάδα ή, διαφορετικά, να επιστρέψουν τα χρήματα της υποτροφίας. Η εμπειρία της εκρηκτικής ατμόσφαιρας του Παρισιού πριν τον Μάιο του 1968 σε συνδυασμό με την εμπειρία της ζωής στην Ελλάδα της δικτατορίας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική του σκέψη. Αντιλαμβανόμενος ότι η γλυπτική τέχνη δεν μπορεί να παραμείνει το ίδιο αποτελεσματική εάν δεν προσαρμοστεί στις νέες κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες, ο Θόδωρος εισάγει τον προφορικό και γραπτό λόγο στο έργο του, αλλάζοντας εμφανώς την καλλιτεχνική του πρακτική που έως τότε περιοριζόταν σε παραδοσιακά γλυπτικά μέσα. Ονομάζει την αλλαγή αυτή «τομή» ενώ αρχίζει να υπογράφει ως «Θόδωρος, γλύπτης». Το σκεπτικό πίσω από αυτές τις αποφάσεις αναλύεται στο κείμενο Αντί για έργο γλυπτικής, το οποίο παρουσιάζεται το 1972 στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός με τη μορφή γλυπτικής εγκατάστασης. Εφόσον τελικά, σύμφωνα με τον Θόδωρο, η γλυπτική είναι μόνο ένα πρόσχημα και στόχος η επικοινωνία, ένα κείμενο μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργεί και ως γλυπτικό έργο τέχνης.
Ξεχωριστή θέση στο έργο του Θόδωρου έχει η σειρά έργων Χειρισμοί, που πραγματοποιεί την περίοδο 1973-1982. Με τα έργα αυτά ο Θόδωρος θα διερευνήσει τη σχέση της γλυπτικής με άλλες καλλιτεχνικές πρακτικές καθώς επίσης και με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο τίτλος της σειράς αναφέρεται στην πρόθεση πρόκλησης σωματικής και διανοητικής αντίδρασης στο κοινό, μέσα από γλυπτικά ερεθίσματα, όπως, για παράδειγμα, η μορφή του κάθε αντικειμένου. Δίσκοι βινυλίου, κατάλογοι, κείμενα τοίχου αλλά και γλυπτικά έργα και εγκαταστάσεις στο χώρο καθορίζουν σε έναν βαθμό τις κινήσεις του θεατή. Λίγα χρόνια πριν από τα έργα της σειράς Χειρισμοί, είχαν προηγηθεί τα Τεστ, που παρουσιάστηκαν στην έκθεση Γλυπτική 73 = Αφή + Λίγη γεύση στην Αίθουσα τέχνης Δεσμός. Σε συνέχεια στοχασμών που είχαν αναλυθεί στο Αντί για έργο γλυπτικής, ο Θόδωρος επιδεικνύει μια σειρά ασκήσεων γλυπτικής γλώσσας όπου ο γλύπτης επιχειρεί να επικοινωνήσει με το κοινό του μέσω διαφόρων αισθήσεων και ερεθισμάτων: αφή, γεύση, βάρος, υφή, θερμοκρασία κ.ά.
Δημοσίευση σχολίου