ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα vivlio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα vivlio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

«Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» || εκδόσεις Μεταίχμιο

«Ένας διαφορετικός τυμπανιστής», το πρώτο μυθιστόρημα του Αφροαμερικανού Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι (1937–2017), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το βιβλίο του «χαμένου γίγαντα της αμερικανικής λογοτεχνίας», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 και τον κατέταξε μεταξύ των Τζέιμς Μπόλντουιν και Γουίλιαμ Φώκνερ, επανέρχεται σε νέα έκδοση και τοποθετείται στα ράφια της κλασικής λογοτεχνίας.

Μια μέρα του 1957, στο Σάτον, τη μικρή πόλη μιας επινοημένης πολιτείας του αμερικάνικου Νότου ανάμεσα στο Μισισίπι και την Αλαμπάμα, ο νεαρός μαύρος αγρότης Τάκερ Κάλιμπαν ρίχνει αλάτι στα χωράφια του, σκοτώνει τα ζωντανά του, βάζει φωτιά στο σπίτι του, παίρνει τη γυναίκα και το παιδί του και φεύγει. Οι λευκοί της μικρής πόλης παρακολουθούν σαστισμένοι· τις επόμενες μέρες, το σάστισμά τους εντείνεται, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι μαύροι κάτοικοι φοράνε τα κυριακάτικά τους, παίρνουν ό,τι πολύτιμο έχουν και φεύγουν και εκείνοι.

«Πάει τέλειωσε τώρα. Οι πιο πολλοί άντρες που στέκονταν, έγερναν ή κάθονταν στη βεράντα της εισόδου του Παντοπωλείου Τόμασον είχαν βρεθεί στο αγρόκτημα του Τάκερ Κάλιμπαν την Πέμπτη όταν άρχισαν όλα, αν και, με την ενδεχόμενη εξαίρεση του κυρίου Χάρπερ, κανένας τους δεν ήξερε ότι κάτι άρχιζε τότε. Όλη την Παρασκευή και για μεγάλο μέρος του Σαββάτου έβλεπαν τους νέγρους του Σάτον, με τα μπαγκάζια τους ή και με άδεια χέρια, να περιμένουν στην άκρη της εισόδου του παντοπωλείου για το ωριαίο λεωφορείο που θα τους πήγαινε στην Ανατολική Ράχη και, διαμέσου του Χάρμονς Ντρόου, στο Νιου Μαρσάιλς και στον Δημοτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό.

Από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες ήξεραν ότι το Σάτον δεν ήταν η μοναδική πολίχνη, ήξεραν ότι όλοι οι νέγροι σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα σταυροδρόμια της Πολιτείας χρησιμοποιούσαν κάθε διαθέσιμο μεταφορικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των ποδιών τους, για να ταξιδέψουν προς τα σύνορα της Πολιτείας και να τραβήξουν προς το Μισισίπι ή την Αλαμπάμα ή το Τενεσί, ακόμα κι αν κάποιοι (όχι οι περισσότεροι) σταματούσαν ακριβώς εκεί και άρχιζαν να γυρεύουν καταφύγιο και δουλειά. Ήξεραν ότι οι πιο πολλοί δεν θα σταματούσαν μόλις περνούσαν τα σύνορα, αλλά θα συνέχιζαν ώσπου να φτάσουν σ’ ένα μέρος όπου θα είχαν έστω και την ελάχιστη ευκαιρία να ζήσουν, ή να πεθάνουν, αξιοπρεπώς, γιατί οι άντρες είχαν δει φωτογραφίες του σιδηροδρομικού σταθμού τίγκα στους μαύρους, και στη Δημοσιά ανάμεσα στο Νιου Μαρσάιλς και στο Γουίλσον Σίτι είχαν δει τις ουρές των αμαξιών που ήταν γεμάτα νέγρους και κάμποσα μπαγκάζια για να τους πείσουν ότι εκείνοι δεν είχαν μπει σ’ όλον αυτόν τον κόπο απλώς για να μετακινηθούν καμιά εκατοστή μίλια. Και όλοι είχαν διαβάσει την ανακοίνωση του κυβερνήτη: “Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ποτέ δεν τους είχαμε ανάγκη, ποτέ δεν τους θέλαμε, και θα τα πάμε μια χαρά και δίχως αυτούς· ο Νότος θα τα πάει καλά και δίχως αυτούς. Μολονότι μειώθηκε κατά ένα τρίτο ο πληθυσμός, εμείς θα τα πάμε μια χαρά. Έχουν μείνει πάμπολλοι καλοί άνθρωποι”.

Ήθελαν όλοι να το πιστέψουν. Δεν είχαν ζήσει πολύ σ’ έναν κόσμο δίχως μαύρα πρόσωπα, κι έτσι τίποτα δεν είχαν για σίγουρο, αλλά έλπιζαν ότι όλα θα πήγαιναν καλά, προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το ζήτημα είχε τελειώσει, αν και διαισθάνονταν ότι για κείνους μόλις άρχιζε».

Μια ερμηνεία της μαύρης ταυτότητας, μέσα από τα μάτια των λευκών, πάντα, αφηγητών και σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανάγκες και επιθυμίες. Πώς αντιλαμβάνονται αυτήν την αυθόρμητη απόρριψη της υποτέλειας εκ μέρους των μαύρων συμπολιτών τους αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες; Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί; Μισαλλόδοξοι και φίλα προσκείμενοι;

Ένα συγκλονιστικό, άκρως επίκαιρο βιβλίο που ρίχνει νέο φως στα φυλετικά προβλήματα που μαστίζουν χρόνια την αμερικάνικη κοινωνία.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

«Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» || εκδόσεις Δώμα

Το μυθιστόρημα «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Ντέλια Όουενς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.

«Άλλο βάλτος κι άλλο έλος. Ο βάλτος είναι ένας τόπος φωτεινός, όπου χορτάρια φυτρώνουν στο νερό, και το νερό κυλά και γίνεται ένα με τον ουρανό. Αργοκίνητα ρυάκια φιδογυρνούν κουβαλώντας την τροχιά του ήλιου ίσαμε τη θάλασσα, και πουλιά μακρυκάνικα απογειώνονται με χάρη απρόσμενη –σαν να μην ήταν φτιαγμένα να πετούν- την ώρα που χίλιες λευκόχηνες κάνουν τον σαματά τους.

Και κάπου στον βάλτο, εδώ κι εκεί, το έλος το αληθινό πάει και συναντά ύπουλους βούρκους κρυμμένους μέσα σε υγρά, πνιγηρά δάση. Τα νερά στο έλος είναι ακίνητα και σκοτεινά· νερά που καταπίνουν το φως στο λασπερό λαρύγγι τους. Ακόμα και τα σκουλήκια που κανονικά βγαίνουν από τη γη τη νύχτα, σε τούτα τα λημέρια γίνονται ημερόβια. Υπάρχουν, βέβαια, και ήχοι, αλλά σε σύγκριση με τον βάλτο, το έλος είναι πολύ σιωπηλό, γιατί η αποσύνθεση είναι διεργασία που συντελείται σε κυτταρικό επίπεδο. Η ζωή σαπίζει και όζει και επιστρέφει στο βρεγμένο χώμα· ένας βρωμερός λάκκος όπου ο θάνατος γεννοβολά ζωή.

Το μυθιστόρημα είναι μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει.

«Η Κάια άφησε το περιοδικό στα πόδια της με το μυαλό της να ταξιδεύει σαν τα σύννεφα. Κάποια θηλυκά έντομα τρώνε το ταίρι τους, μητέρες από την οικογένεια των θηλαστικών εγκαταλείπουν τα μικρά τους λόγω του μεγάλου στρες, πολλά αρσενικά βρίσκουν ριψοκίνδυνους ή πανούργους τρόπους ώστε το σπέρμα τους να επικρατήσει των ανταγωνιστών τους. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθρώπους, το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά.»

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Η πιο θεατρική βιβλιοθήκη του κόσμου, σχεδιασμένη από τον Κένγκο Κούμα

«Ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» είπε ο Κικέρων και η γρανιτένια όψη του Μουσείου Πολιτισμού Kadokawa του Τόκιο δεν προετοιμάζει κανέναν για τη θερμή ψυχή του κτηρίου και την πιο θεατρική βιβλιοθήκη του κόσμου.

Σχεδιασμένη από τον Κένγκο Κούμα, διαθέτει 50.000 τίτλους και είναι μια πρόκληση όχι μόνο για βιβλιόφιλους ή φανταστικούς αναγνώστες αλλά και για φιλοπερίεργους που θα αναζητήσουν σε έναν δαίδαλο, σε μια αίθουσα υψηλής αισθητικής, το βιβλίο που πιθανώς θα αλλάξει τη ζωή τους.

Ο πανύψηλος χώρος αποτελεί ένα αληθινό αξιοθέατο, εσωτερικά και εξωτερικά. Λίγους μήνες μετά τα εγκαίνιά του, το πολιτιστικό κέντρο έχει ήδη φιλοξενήσει μια ποικιλία μουσικών και θεατρικών παραστάσεων, με τα κλιμακωτά ράφια και τους μεταλλικούς διαδρόμους να λειτουργούν ως φόντο, με το κοινό να παρακολουθεί μέσα από οθόνες που βρίσκονται κυριολεκτικά φυτεμένες μέσα σε βιβλία δημιουργώντας μια συναρπαστική εμπειρία.

Ο διάσημος Ιάπωνας αρχιτέκτονας Κένγκο Κούμα και οι συνεργάτες του παρουσίασαν το τελευταίο τους έργο για την πόλη του Τόκιο, το «Μουσείο Πολιτισμού Kadokawa» στα τέλη του 2020.

Πρόκειται για ένα κτήριο που βρίσκεται περίπου 30 χιλιόμετρα από το κέντρο του Τόκιο και αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ανάπτυξης που ονομάζεται «Πόλη Tokorozawa Sakura».

Πίσω από το όμορφο και περίπλοκο σχήμα του βρίσκονται πέντε όροφοι.

Ο πρώτος έχει μια μικρή αλλά όμορφη βιβλιοθήκη και μια γκαλερί 1.000 τετραγωνικών μέτρων για εκθέσεις για θέματα όπως η φύση, η επιστήμη, η τέχνη, η φυσική ιστορία, η μόδα, το περιβάλλον και η κοινωνία.

Στον δεύτερο όροφο, στεγάζεται ένα καφέ και ένα κατάστημα, ενώ ο τρίτος είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένος σε ταινίες κινουμένων σχεδίων και ιαπωνικό anime.

Στον τέταρτο όροφο, στεγάζεται μια άλλη εντυπωσιακή βιβλιοθήκη διπλού ύψους, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε «βιβλιοθήκη θέατρο». Σε αυτόν τον όροφο, τα ράφια ύψους οκτώ μέτρων υψώνονται προς την οροφή και στεγάζουν περίπου 50.000 βιβλία. Τέλος, στον πέμπτο όροφο στεγάζεται μια άλλη γκαλερί που συνοδεύεται από ένα εστιατόριο με εξαιρετική θέα.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

«Η μέρα χωρίς όνομα» || εκδόσεις Gutenberg

«Η μέρα χωρίς όνομα» του Φρίντριχ Άνι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου.

Μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα αυτοκτονεί και ο αστυνομικός επιθεωρητής Γιάκομπ Φρανκ ανακοινώνει το γεγονός στη μητέρα της. Επί επτά ώρες κάθεται κοντά της για να την παρηγορήσει και επί είκοσι χρόνια η εικόνα της στοιχειώνει τα βράδια του. Ξαφνικά, στην πόρτα του τέως πλέον επιθεωρητή εμφανίζεται ο άντρας της γυναίκας και πατέρας του κοριτσιού: είναι σίγουρος πως η κόρη του είχε δολοφονηθεί.

«Δεν ήταν στο δωμάτιό της· την είχαν στο νεκροτομείο για να την εξετάσουν. Εκεί πήγα και την είδα, κρατώντας από το χέρι τη γυναίκα μου. Γεια σου, Έστερ, της είπα· τόσο ανόητος, τόσο ενοχλητικός ήμουνα εκείνη τη μέρα, κι όλες τις επόμενες μέρες, και τώρα ακόμα. Καλέ μου Θεέ, είπα, άκουσέ με αυτή τη μία και μοναδική φορά και κάνε ν’ ανασάνει ξανά. Δεν μπορεί να ’χουν τελειώσει οι ανάσες εκεί ψηλά στα ουράνια, είπα με δυνατή φωνή στο δωμάτιο της κόρης μας. Τέτοια πράγματα σκεφτόταν το μυαλό μου, κι εγώ τα ξεστόμιζα. Η Ντόρις, η γυναίκα μου, έκλαιγε στην κουζίνα, στο τραπέζι της κουζίνας. Εγώ δεν έκλαψα. Έκλαψα πολύ αργότερα, όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία.

Δεν είχαμε ιδέα. Η Σάντρα ήταν η πρώτη που μας το είπε κατάμουτρα ότι η Έστερ μας ήθελε να σκοτωθεί. Ψέμα! Θεέ μου. Πώς τόλμησε να σταθεί εκεί μπροστά μας, στο σαλόνι μας μέσα, και να μας πει τέτοιο πράγμα. Λίγες ώρες μετά την επιστροφή μας από το νεκροτομείο. Στην αρχή δεν το πίστεψα, η γυναίκα μου το πίστεψε. Το φαντάζεστε, επιθεωρητά; Η Ντόρις την πίστεψε τη Σάντρα, την πήρε στα σοβαρά. Αυτό δεν της συγχώρεσα ούτε τότε ούτε ποτέ. Ότι και καλά η κόρη μας είχε κάποιο είδος βαριάς μελαγχολίας και γι’ αυτό κρεμάστηκε. Έβαλα τέλος στη συζήτηση και πήγα ξανά στο δωμάτιο της Έστερ και προσευχήθηκα ξανά στον καλό Θεό, να πλάσει στην ανάγκη μια καινούργια ανάσα και να τη χαρίσει στην Έστερ.

Σας το λέω επειδή με ακούτε και με πιστεύετε, το βλέπω στο πρόσωπό σας. Αυτό δεν το ’χω ομολογήσει ποτέ σε κανέναν άλλον –μόνο σ’ εσάς.

Είμαι τώρα εξήντα τεσσάρων χρονών, τότε ήμουν σαράντα τεσσάρων, ολόκληρος άντρας δηλαδή, υπάλληλος σε μια ονομαστή εταιρεία ρουχισμού, ιδιοκτήτης ενός μικρού σπιτιού στο Ράμερσντορφ, με ωραίο κήπο. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πέφτει στα γόνατα να παρακαλάει: Καλέ μου Θεέ, δώσε ανάσα στο παιδί μου. Θα τον κοροϊδεύουν κι οι τοίχοι. Αλλά εγώ εκεί, δεν έλεγα να σταματήσω τα παιδιαρίσματα. Ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι η κόρη μας δεν είχε αυτοκτονήσει.

Μετά ήρθε ο αστυνόμος, ο συνάδελφός σας, και μας είπε ότι ο ιατροδικαστής δεν απέκλειε τελείως την περίπτωση εξωγενών αιτίων.

Δεν την ήξερα αυτή την έκφραση, δεν ήξερα πως υπάρχει, αλλά την κατάλαβα και την πίστεψα αμέσως. Εξωγενή αίτια. Κι έβαλα επιτόπου τις φωνές στη γυναίκα μου, μπροστά στον καλοντυμένο επιθεωρητή, σκούρα γραβάτα, σκούρο σακάκι, ήρεμο και συγκρατημένο φέρσιμο, τίποτα απ’ αυτά δεν μ’ εμπόδισε να βάλω τις φωνές στη γυναίκα μου, επειδή της άξιζε. Επειδή είχε πιστέψει τα λόγια της Σάντρας. Επειδή δεν μου είχε τηλεφωνήσει αυτή στο Σάλτσμπουργκ, η αστυνομία μου είχε τηλεφωνήσει στο ξενοδοχείο. Οι άλλοι όλοι στην ομάδα είχαν ήδη κινητά, εγώ όχι ακόμη· αλλά αυτό δεν είναι επιχείρημα· η γυναίκα μου μπορούσε να με βρει. Δεν ήθελε. Δεν μπορούσε, ισχυρίστηκε αργότερα – αλλά εγώ δεν την πίστεψα.

Εξωγενή αίτια θα πει ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί και αυτός είχε το σκοινί. Αυτός ο άλλος το πέρασε θηλιά γύρω από το λαιμό της κόρης μας. Και την κρέμασε από το δέντρο στο πάρκο της Μπαντ Ντιρκχάιμερ Στράσε. Η Εγκληματολογική Υπηρεσία το απέκλεισε αυτό, παρά τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή.

Ρώτησαν όλους τους μαθητές του σχολείου, ερεύνησαν τα πάντα, πήραν όρκο ότι δεν άφησαν τίποτα που να μην το ψάξουν. Έτσι δεν είναι; Ούτε μάρτυρες ούτε αποδείξεις βρήκαν.

Η κόρη μου δεν είχε μελαγχολία στην καρδιά της. Έπεσε θύμα δολοφόνου. Κι αυτόν τον δολοφόνο πρέπει επιτέλους να τον βρείτε, κύριε Φρανκ. Σας παρακαλώ, σας ικετεύω γονατιστός».

Ο επιθεωρητής Φρανκ ξεπερνά τους ενδοιασμούς του και αρχίζει μια νέα έρευνα.

Με φόντο ή και πρόσχημα μια αστυνομική ιστορία, ο πολυβραβευμένος Γερμανός συγγραφέας Φρίντριχ Άνι εστιάζει στα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του, φωτίζει τη μελαγχολία και τη μοναξιά και αποκαλύπτει την καθημερινή, υπόγεια και περίπλοκη βιαιότητα της ζωής.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Batman: Το πρώτο τεύχος του κόμικ πωλήθηκε έναντι 2,2 εκατομμυρίων δολαρίων

Τεύχος του Batman#1, του πρώτου κόμικ αφιερωμένου αποκλειστικά στον Σκοτεινό Ιππότη (Dark Knight), πωλήθηκε πρόσφατα μέσω της Heritage Auctions έναντι του εντυπωσιακού ποσού των 2,2 εκατομμυρίων δολαρίων.

Το τεύχος κυκλοφόρησε το 1940 και πωλήθηκε στη δημοπρασία σε σχεδόν άριστη κατάσταση. Κατέρριψε φυσικά ρεκόρ ως το πιο ακριβό τεύχος κόμικ Batman που έχει ποτέ πωληθεί.

Στο 80 ετών κόμικ δόθηκε πιστοποιημένο σκορ 9,4 από την Εταιρεία Πιστοποιημένης Εγγύησης -CGC, (ανεξάρτητη υπηρεσία αξιολόγησης και ταξινόμησης κόμικ, καρτών, περιοδικών και άλλων συλλεκτικών αντικειμένων) για την κατάστασή του, κάτι που είναι σπάνιο για ένα τόσο παλιό τεύχος.

Ο Μπίλι Τ. Γκέιτς ήταν ο πιο πρόσφατος ιδιοκτήτης του κόμικ, το οποίο αγόρασε το 1979 έναντι 3.000 δολαρίων.

Στην περιγραφή στον ιστότοπο της Heritage Auctions αναφέρεται ότι «είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του CGC που ένα αντίτυπο σε άριστη κατάσταση ενός από τα πέντε βασικά τεύχη της Χρυσής Εποχής πωλείται σε δημοπρασία».

Ελάχιστα τεύχη είναι τόσο εύκολο να αξιολογηθούν όσο το Batman#1, αναφέρεται και διευκρινίζεται ότι το κίτρινο εξώφυλλο του κόμικ είναι πιθανόν να έχει κηλίδες ή σκιές σκόνης, κάτι που κάνει τα πρωτότυπα δύσκολο να αναπαραχθούν.

Πριν από δύο μήνες τεύχος του Detective Comics#27 πωλήθηκε σε δημοπρασία έναντι 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Τα 20 ελεύθερα e-books που διάβασαν περισσότερο οι Έλληνες το 2020

Η πανδημία της covid-19 και οι ιδιαίτερες περιοριστικές συνθήκες της δημιούργησαν αυξημένο ενδιαφέρον για τα ψηφιακά βιβλία και στη χώρα μας. Αυτό, μεταξύ άλλων, οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της επισκεψιμότητας στον ιστότοπο της Ανοικτής Βιβλιοθήκης (https://www.openbook.gr), με 1.829.213 επισκέπτες συνολικά.

Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει 8.492 ελεύθερα (δωρεάν) ελληνικά ψηφιακά βιβλία και καθημερινά εμπλουτίζεται με νέα. Παράλληλα, καταγράφηκε έντονο ενδιαφέρον για τα ηχητικά βιβλία και πλέον δημιουργήθηκε ειδική ενότητα με Audio-books.

Τα 20 ελληνικά ελεύθερα e-books με τις περισσότερες λήψεις μέσα στο 2020

1. «Covibook: Το όνοµά µου είναι Κορονοϊός» - Εικονογραφημένο εγχειρίδιο της Manuela Molina

2. «Οδηγός Μαθητή για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση μέσω Webex» - Εγχειρίδιο του Νίκου Καλύβα

3. «Καινή Διαθήκη» - Πρωτότυπο κείμενο & Μετάφραση

4. «Ένας ιός με κορώνα» - Παραμύθι της Χαράς Πάτρα

5. «Ο διάβολος του Στρέφη» - Μυθιστόρημα του Αύγουστου Κορτώ

6. «Η άγνωστη κυρά» - Παραμύθι της Δέσποινας Χριστοφορίδου

7. «Θα έρθει άραγε φέτος ο Άι Βασίλης;» - Παραμύθι της Αναστασίας Γκούγκα

8. «Το δώρο» - Ηχητικό βιβλίο αυτοβελτίωσης του Στέφανου Ξενάκη (Μέρος Α΄)

9. «Η Αγία Γραφή» - Πρωτότυπο κείμενο

10. «Μάγκας» - Εφηβικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα

11. «Παραμύθια με την Ξένια» - Η Ξένια Καλογεροπούλου διαβάζει δύο δικά της παραμύθια

12. «Ο Μικρός Πρίγκιπας» - Παραμύθι του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ

13. «Στα μυστικά του βάλτου» - Ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα

14. «Ιός χωρίς κορώνα» - Παραμύθι της Γεωργίας Καλύβα

15. «Ο βασιλιάς Κορονοϊός» - Παραμύθι της Γιώτας Στανελούδη

16. «Θεία Κωμωδία» - Αφηγηματικό ποίημα του Δάντη Αλιγκέρι

17. «Μια μάσκα μαγική» - Παραμύθι της Δέσποινας Σπυριδοπούλου

18. «Οι Άθλιοι» - Μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ

19. «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» - Διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού

20. «Γίνε ο μαχητής κατά του κορονοϊού» - Εγχειρίδιο της Songju Ma Daemicke

Η Ανοικτή Βιβλιοθήκη δημιουργήθηκε το 2010 και αποτελεί ένα αποθετήριο με χιλιάδες ελληνικά ψηφιακά βιβλία που διανέμονται ελεύθερα και νόμιμα στο Διαδίκτυο. Περιλαμβάνει έργα Κλασικής Λογοτεχνίας και Αρχαίας Γραμματείας που είναι ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων (Public domain), αλλά και σύγχρονα έργα που επέλεξαν να τα διαθέσουν ελεύθερα οι συγγραφείς τους ή οι εκδοτικοί Οίκοι. Παράλληλα, προωθεί την ψηφιακή λογοτεχνία εκδίδοντας e-books με ελεύθερη διανομή. Η Ανοικτή Βιβλιοθήκη περιλαμβάνεται στον κατάλογο «Enjoy Legal» του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας για νόμιμο και ασφαλές ελληνικό περιεχόμενο.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

«Η Άνοδος του Σάιλας Λάπαμ» || εκδόσεις Gutenberg

«Η Άνοδος του Σάιλας Λάπαμ»,  για πολλούς το  κορυφαίο μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Ντιν Χάουελς (1837-1920),  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε εισαγωγή και μετάφραση Ευγενίας Μίγδου -«Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά έργο του Χάουελς, συγγραφέα εν πολλοίς άγνωστου στο ελληνικό κοινό. Η παρούσα έκδοση έρχεται να συμπληρώσει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό στο ελληνικό εκδοτικό τοπίο, συστήνοντας έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αμερικανικής λογοτεχνίας και των αμερικανικών γραμμάτων ευρύτερα».

Το μυθιστόρημα  εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1885, λίγο μετά την ολοκλήρωση της   δημοσίευσής του σε συνέχειες στο περιοδικό Century –ανάμεσα στις πολλές εγκωμιαστικές επιστολές αναγνωστών που ελάμβανε τότε ο συγγραφέας, ο ομότεχνός του Χένρι Τζέιμς τού έγραφε:«[…] Τα θερμά μου συγχαρητήρια για τον Σάιλας Λάπαμ  -διαθέτει τεράστιο ρεαλισμό και κατατάσσεται ανάμεσα στα υψιπετή σου έργα. Είναι από τα πιο αξιοσημείωτα. Πράγματι αρπάζεις τη ζωή και παραδίδεις την εικόνα της».

Και, όντως, για τον Χάουελς, «ο Ρεαλισμός ήταν και λογοτεχνικό ζητούμενο και ηθική επιταγή» και «“Η Άνοδος του Σάιλας Λάπαμ” είναι ένα σημαντικό τεκμήριο για την εξέλιξη του Ρεαλισμού στην αμερικανική λογοτεχνία».

Κορυφαίος εκπρόσωπος της αμερικανικής λογοτεχνίας και των αμερικανικών γραμμάτων ευρύτερα, μέντορας των Χένρι Τζέιμς, Μαρκ Τουέιν και Έμιλι Ντίκινσον, ο Ουίλιαμ Ντιν Χάουελς συστήνεται για πρώτη φορά στους Έλληνες αναγνώστες, με την παρούσα έκδοση να καλύπτει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό.  

Toποθετημένο στη Νέα Αγγλία, με φόντο το εμπόριο και τις παραδόσεις της δεκαετίας του 1870, το έργο  εστιάζει στις δύο πλούσιες κοινωνικές τάξεις της Αμερική της Χρυσής εποχής –στα Παλιά Τζάκια και τους Νεόπλουτους και παρακολουθεί την πορεία του Σάιλας Λάπαμ. Με καταγωγή από αγροτική οικογένεια, κατασκευαστής ορυκτής μπογιάς και αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος, ο ήρωας γοητεύεται από την ιδέα να γίνει αποδεκτός στη βοστονέζικη αριστοκρατία. Ένα πολυτελέστατο σπίτι και ο γάμος της κόρης του, ίσως του δώσουν την ευκαιρία. Μέσα στον «πυρετό» του αμερικανικού ονείρου,  καταγράφεται η άνοδος και η πτώση του φιλόδοξου εμπόρου –με την πτώση, ωστόσο,  να συνιστά την ουσιαστική ηθική και πνευματική του άνοδο.

 

«“Γενικώς, αγοράζουμε πολλά βιβλία”, είπε ο Συνταγματάρχης, που κατά πάσα πιθανότητα είχε στο νου του τους πολυτελείς τόμους που αντάλλασσαν μεταξύ τους στις επετείους γενεθλίων ή στις γιορτές. “Αλλά εγώ ό,τι θέλω να διαβάσω το βρίσκω στις εφημερίδες. Κι όταν τα κορίτσια θέλουν κάποιο μυθιστόρημα, τους λέω να το πάρουν από τη βιβλιοθήκη. Γι’ αυτό υπάρχουν οι βιβλιοθήκες. Ουφ!” ξεφύσηξε, φυσώντας στον αγύριστο το ανώφελο τούτο θέμα. “Πόσο αρέσει σ’ εσάς τις γυναίκες να μένετε κλεισμένες μέσα! Κατεβαίνετε στις παραλίες, ανεβαίνετε στα βουνά για να πάρετε αέρα, και μετά κλείνεστε μέσα τόσο ερμητικά που ούτε να αναπνεύσετε δεν μπορείτε. Εμπρός! Κορίτσια, φορέστε τα καπέλα σας και πηγαίνετε να δείξετε στον κύριο Κόρεϊ τη θέα των ξενοδοχείων πάνω απ’ τα βραχάκια”.

 

O Κόρεϊ είπε ότι θα πήγαινε μετά χαράς. Τα κορίτσια ανταλλάξανε ματιές μεταξύ τους, και κατόπιν με τη μητέρα τους. Η Αϊρίν στράβωσε το χαριτωμένο  πιγουνάκι της αντί σχολίου για τον αδιόρθωτο πατέρα της, ενώ η Πενέλοπι σχημάτισε κάτι κωμικό με τα χείλη, αλλά ο Συνταγματάρχης παρέμενε γαλήνια ικανοποιημένος με τη φινέτσα του. […]

Σηκώθηκε, πήρε και τη συνείδησή του μαζί, και με μια πιρουέτα βγήκε από την μπαλκονόπορτα έξω στη βεράντα του. Έβλεπε τους νέους κάτω στα βραχάκια και η καρδιά του φούσκωνε μέσα στο στήθος του. Ανέκαθεν έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε από πού κρατάει η σκούφια καθενός, όμως η παρουσία του κυρίου Κόρεϊ, ως αιτούντος δουλειά στην επιχείρησή του, ως προσκεκλημένου του, ως πιθανού μνηστήρα της  θυγατέρας του, ήταν μια από τις πιο γλυκές γεύσεις  που είχε δοκιμάσει ποτέ ως τώρα στην πετυχημένη πορεία του. Ήξερε πολύ καλά ποιοι ήταν οι Κόρεϊ, και, με τον αφελή, σκαιό του τρόπο, μισούσε από παλιά το όνομά τους, σαν ένα σύμβολο λαμπρότητας την οποία δεν είχε καμιά ελπίδα να προσδώσει στο δικό του, παρεκτός κι αν ζούσε να δει τουλάχιστον τρεις γενιές απογόνων επιχρυσωμένων με ορυκτή μπογιά. Ήταν εξοικειωμένος επαγγελματικά με την παρακαταθήκη του παλαιού Φίλιπς Κόρεϊ που είχε ξοδέψει τα νιάτα του στο εξωτερικό και τα χρήματα του πατέρα του παντού, και που δεν είχε κάνει τίποτε περισσότερο από το να λέει εξυπνάδες. Ο Λάπαμ δεν ήταν σε θέση να διακρίνει την εξυπνάδα σε όσα του είχαν μεταφέρει τρίτοι. Κάποτε τον είχε συναντήσει τυχαία, και του φάνηκε πως ο ψηλός, λιγνός αυτός άντρας, με το λευκό μουστάκι και την ελαφριά καμπούρα, ήταν η επιτομή της αφ’ υψηλού αριστοκρατικότητας. Είχε ανατριχιάσει από θυμό στο άκουσμα του ονόματος, όταν η σύζυγός του είπε για τη γνωριμία που είχε κάνει με την οικογένειά του το περασμένο καλοκαίρι, και είχε αντιμετωπίσει αυτό το υποτιθέμενο φλερτ του νεαρού Κόρεϊ προς την Αιρίν με την περιφρόνηση που άξιζε στο γελοίο του πράγματος.  Είχε βγάλει τα συμπεράσματά του για τον νεαρό Κόρεϊ προκαταβολικά· εντούτοις, όταν τον γνώρισε, τον συμπάθησε στη στιγμή, γεγονός που παραδέχτηκε με ειλικρίνεια,  και είχε αρχίσει να σηκώνει το βάρος της δεισιδαιμονίας της γυναίκας του, για το οποίο έδειχνε έτοιμη τώρα να τον κατηγορήσει ως υπεύθυνο.

Από τον καιρό που η κοπέλα η οποία του έμαθε γραφή και ανάγνωση στο σχολείο στο Λάμπερβιλ δέχτηκε να τον παντρευτεί, τίποτε δεν είχε συγκινήσει περισσότερο τη φτωχή του φαντασία όσο τα γεγονότα αυτής της ημέρας.

Οι σκοτεινές φιγούρες, ασάλευτες στους βράχους άρχισαν να κινούνται, κι έβλεπε ότι έρχονταν προς το σπίτι. Μπήκε μέσα για να μη φανεί ότι τους παρακολουθούσε».

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Το μυθιστόρημα «Μοιρολόι» της Κάρεν Κέλερ από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Σ’ ένα φανταστικό νησί κάπου στις ελληνικές θάλασσες, υπάρχει ένα μοναδικό χωριό. Το όνομά του; Όμορφο Χωριό. Είναι όντως τόσο όμορφο;   

Το χωριό δε διαθέτει ηλεκτρικό ρεύμα, δεν έχει καταστήματα, πέρα από έναν φούρνο, ένα σιδεράδικο, έναν μύλο κι ένα καπηλειό. Ό,τι παράγει μοιράζεται από τους Πρεσβύτερους εξίσου σε κάθε οικογένεια, και οι χωριανοί ανταλλάσσουν μεταξύ τους προϊόντα και υπηρεσίες. Οι άντρες αποφασίζουν για όλα σαν ανώτερα όντα, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα∙ καθήκον τους είναι να παντρευτούν όποιον τους επιβληθεί, να κάνουν παιδιά, να φροντίζουν τα χωράφια και το σπίτι.    

Σ’ αυτή την κλειστή κοινωνία, οτιδήποτε διαφορετικό ενοχλεί και παίρνει διαστάσεις θρύλου. Όπως το «Κορίτσι». Το «Κορίτσι» το ανακαλύπτει ο ιερέας του νησιού νεογέννητο σ’ ένα καφάσι με μπανάνες, και αναλαμβάνει να το μεγαλώσει. Κι εκείνο αποδεικνύεται ξεχωριστό, έχοντας μέσα του τεράστια δίψα για ζωή, για αγάπη, για γνώση.

Αλλά παραμένει μόνο. Το χωριό δεν είναι έτοιμο να κάνει την επανάστασή του. Και το «Κορίτσι» τιμωρείται βάναυσα. Δε λυγίζει, όμως. Επανακάμπτει και εκδικείται. Το όχι και τόσο Όμορφο Χωριό καίγεται όμορφα. Και το «Κορίτσι» ανοίγει τα φτερά του για νέους τόπους.

«Το χωριό μας έχει χίλια μάτια, που τα βλέπουν όλα, όλα, όλα. Το χωριό μας έχει μύτες που χώνονται ως την ψυχή σου, που ρουφάνε από μέσα σου και το τελευταίο μυστικό σου. Κι ό,τι δε βλέπουν τα μάτια κι ό,τι δε μυρίζουν οι μύτες το ακούνε τα αυτιά. Δεν υπάρχει κανένας τόσο αθόρυβος, τόσο καλά πλυμένος, τόσο καλά κρυμμένος από τους άλλους που το χωριό να μην ξέρει έστω κάτι και γι’ αυτόν. Το χωριό μας έχει εκατοντάδες στόματα που φαφλατίζουν, σφυρίζουν μέσα από τα δόντια τους, κροταλίζουν και ψιθυρίζουν ασταμάτητα. Διαδίδουν όλα όσα ξέρουν τα μάτια, η μύτη και τα αυτιά, απλώς τα αλλάζουν λιγουλάκι, προσθέτουν κάτι καινούργιο ή αφαιρούν κάτι αχρείαστο κι ό,τι απομένει το μεταφέρουν έως την τελευταία γωνιά. Ως τον βοσκό. Ως τον μυλωνά. Ως τον βοθρατζή κι ως εμένα. Η αλήθεια είναι μια κορδέλα πλεγμένη από εκατοντάδες γλώσσες. Έτσι είναι το χωριό μας».

Ένα μυθιστόρημα στα ίχνη της «Ιστορίας της Θεραπαινίδας» της Μάργκαρετ Άτγουντ, ένας ύμνος στην αγάπη, στην ελευθερία, στη φύση και στις ανθρώπινες αξίες.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

«Η Ιστορία του Νερού» || εκδόσεις Κλειδάριθμος

«Η Ιστορία του Νερού» της Μάγια Λούντε, μια επική ιστορία για τις δυνάμεις της φύσης που δείχνει πώς οι επιλογές μας καθορίζουν τη ζωή μας,  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε μετάφραση Δέσπως Παπαγρηγοράκη.

Πόσο τρωτός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος μπροστά στην έλλειψη νερού; -αυτό είναι το ερώτημα που διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου.

«Καμιά φορά ξεχνώ πώς φαίνομαι. Σταματάει κανείς να νοιάζεται για την εμφάνισή του όταν μένει σε σκάφος, όμως πολύ σπάνια, όταν τύχει να δω τον εαυτό μου σε κάποιον καθρέφτη με καλό φωτισμό στη στεριά, τρομάζω. Ποια είναι αυτή εκεί, σκέφτομαι, ποια στην ευχή είναι αυτή η κοκαλιάρα γριά; Είναι περίεργο, αλλόκοτο, όχι, σουρεαλιστικό είναι η λέξη, πως είμαι μια από αυτούς, τους γέρους, ενώ νιώθω ακόμη τόσο απόλυτα και βαθιά ο εαυτός μου, ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πάντα, στα δεκαπέντε και στα τριάντα πέντε και στα πενήντα, μια ίδια και απαράλλαχτη μάζα, αυτή που είμαι στα όνειρά μου, σαν πέτρα, σαν πάγος χιλίων χρόνων. Η ηλικία είναι ξεκομμένη από εμένα, μόνο όταν κινούμαι κάνει αισθητή την παρουσία της, εμφανίζεται με όλες τις φθορές της, τα δύσκαμπτα γόνατα, τον πιασμένο αυχένα, τους πονεμένους γοφούς. Όμως τα παιδιά δεν σκέφτονται πως είμαι γριά, γιατί δεν με βλέπουν καν, κανένας δεν βλέπει τις ηλικιωμένες γυναίκες, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που με κοίταξε κάποιος».    

Η Μάγια Λούντε γεννήθηκε το 1975  στο Όσλο, είναι σεναριογράφος και η πιο δημοφιλής συγγραφέας της γενιάς της στην Νορβηγία. Έχει γράψει δώδεκα παιδικά βιβλία. Το μυθιστόρημα «Η Ιστορία του Νερού»  είναι το δεύτερο βιβλίο της για ενήλικες και ανήκει στην «Τετραλογία του Περιβάλλοντος».

Νορβηγία, 2017 – Η εβδομηντάχρονη ακτιβίστρια Σίνε ξεκινάει ένα επικίνδυνο ταξίδι: με ένα ιστιοφόρο και ένα πολύ ιδιαίτερο φορτίο προσπαθεί να φτάσει από τη δυτική Νορβηγία στις γαλλικές ακτές. Εκεί θα αντιμετωπίσει τον άντρα που ήταν κάποτε ο έρωτας της ζωής της.

Γαλλία, 2041 – Η νότια Ευρώπη πλήττεται από ένα έντονο κύμα ξηρασίας που αναγκάζει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να μεταναστεύσει προς αναζήτηση πόσιμου νερού. Ανάμεσά τους είναι ο Νταβίντ με τη μικρή του κόρη, που ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς ελπίδα. Όλα αλλάζουν, τη μέρα που οι δυο τους ανακαλύπτουν ένα ιστιοφόρο σκάφος σ’ έναν εγκαταλελειμμένο κήπο, μακριά από τη θάλασσα –το σκάφος της Σίνε.

«“Τι είναι αυτό;” Πίσω μου, στο βάθος του κήπου, υπήρχε κάτι μεγάλο και ψηλό κάτω από τα σκοτεινά δέντρα, σκεπασμένο με κάμποσους πράσινους μουσαμάδες.[…] Ήταν ένα ιστιοφόρο […]. Αρμενίζαμε και πολεμούσαμε τους πειρατές. Συναντήσαμε δελφίνια και γοργόνες. Η Λου φώναζε, χειρονομούσε, πήρε και το πηδάλιο.  Γελούσε δυνατά.[…] Εξερευνούσαμε το σκάφος για ώρα. Η Λου ξεφώνιζε από χαρά κάθε τόσο, σαν να έπαιζε με κουκλόσπιτο».

Μετά τη  διεθνή επιτυχία που γνώρισε το μυθιστόρημα της Λούντε  «Η Ιστορία των Μελισσών», αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της «Τετραλογίας του Περιβάλλοντος», και μεταφράζεται σε 19 χώρες. Εντάσσεται στο νέο λογοτεχνικό είδος cli-fi (climate fiction), που έχει στον πυρήνα του το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, καθώς η συγγραφέας προσπαθεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του στις ζωές των ανθρώπων.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

«Σονάτα υπό το Σεληνόφως» || εκδόσεις Άγρα

Η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως»  είναι ένα ιστορικό, περιπετειώδες ερωτικό αφήγημα μυστηρίου του Γιάννη Μαρή που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση όταν δημοσιεύθηκε σε δεκαεννέα συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1959. Δεν εκδόθηκε ποτέ έως τώρα σε βιβλίο –και είναι το δέκατο βιβλίο του Μαρή που αποκατέστησαν οι εκδόσεις Άγρα, από δημοσιεύσεις σε συνέχειες σε εφημερίδες της εποχής.

Συγκαταλέγεται στα δύο-τρία πιο επιδέξια μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, και ως προς την πλοκή του και ως προς το αμφίσημο του κεντρικού χαρακτήρα, του Μιχαήλ Βερύκκιου,  και ως προς τη διφορούμενη ερμηνεία των πράξεών του -«Όπως τον κοιτάζω σκέπτομαι για μια ακόμη φορά πόσο απίστευτα όμορφος είναι αυτός ο άνθρωπος. Ξανθά μαλλιά, σχεδόν χρυσά μάτια με ένα χρώμα μενεξελί, το λεπτό μουστάκι πάνω από τα κόκκινα χείλη. Μοιάζει με πρίγκιπα παραμυθιού ή με Αρχάγγελο, όπως τον φαντασθήκαμε στα παιδικά μας χρόνια. Πρέπει να είναι περισσότερο από τριάντα χρόνων κι όμως έχει μια φρεσκάδα που τον δείχνει σχεδόν παιδί, αν δεν υπήρχε το χαμόγελό του. Αυτό το χαμόγελο που ήταν τόσο ξένο προς το υπόλοιπο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο δαιμονικό, γεμάτο σαρκασμό, ανθρώπου που έχει δει πολλές ασχήμιες κι έχει ζήσει πολλές βρομιές. Τα μακριά δάχτυλά του χάιδευαν τα πλήκτρα του πιάνου. Στις πρώτες νότες ανατριχιάζω. Ο Μιχαήλ το βλέπει και μου χαμογελά.

– Η Σονάτα υπό το σεληνόφως, λέει. Θυμάσαι;»

Η «Σονάτα» εξελίσσεται το 1896 στην Αθήνα, αλλά όχι των Ολυμπιακών Αγώνων. Το ιστορικό φόντο είναι οι εχθροπραξίες στα σύνορα, παραμονές της ήττας από τον οθωμανικό στρατό και της παρ’ ολίγον διάλυσης του ελληνικού κράτους, που έφθανε τότε μέχρι και τη Θεσσαλία.

Ο Μαρής παίζει, επίσης, με την εγχώρια λογοτεχνική σκηνή της εποχής: Ο αφηγητής του συνευρίσκεται με τον Σουρή και τον Ροΐδη, ο οποίος μάλιστα του δίνει πληροφορίες για τον Μιχαήλ Βερύκκιο!

Σκηνογραφία της «Σονάτας» είναι  η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα, η Πλάκα, οι στύλοι του Ολυμπίου Διός, η οδός Πειραιώς, το Πεδίον του Άρεως, η οδός Πινακωτών -σημερινή Χαριλάου Τρικούπη,  τα αραιά σπίτια γύρω από τα αμπέλια Καλλιφρονά, τα σημερινά Πατήσια. Κι ο αφηγητής, ένας εικοσιπεντάχρονος, περίεργος για το πραγματικό ποιόν του πανέμορφου Μιχαήλ Βερύκκιου, γίνεται μάρτυρας μιας ιστορίας απάτης και πάθους, που τον συγκλονίζει, ενώ η νεαρή χώρα του βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης -«Ξέρω πως η μέρα που ξημερώνει είναι η τελευταία της φιλίας μας και της ζωής του. Της ζωής του Μιχαήλ Βερύκκιου, του φίλου που αγάπησα και θαύμασα όσο κανέναν άλλον κι όμως μόλις τώρα, αυτές τις τρεις μέρες, τον γνώρισα πραγματικά. Του Μιχαήλ Βερύκκιου, του ανθρώπου με το αγγελικό πρόσωπο και το χαμόγελο του σατανά».

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Πέθανε ο διάσημος συγγραφέας Τζον Λε Καρέ

Ο Βρετανός πεζογράφος Ντέιβιντ Κόρνουελ, διάσημος σε όλο τον κόσμο με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο Τζον Λε Καρέ (John le Carré), πέθανε σε ηλικία 89 ετών, βυθίζοντας σε θλίψη τον κόσμο του πολιτισμού και φυσικά τους φανατικούς αναγνώστες του.

Σύμφωνα με τα όσα μεταδίδουν τα βρετανικά ΜΜΕ, πέθανε από πνευμονία, αλλά δεν είχε Covid-19. Ο ατζέντης του, Τζόνι Γκέλερ, περιέγραψε τον Λε Καρέ ως έναν «αδιαμφισβήτητο γίγαντα της βρετανικής λογοτεχνίας που καθόρισε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και χωρίς φόβο έλεγε την αλήθεια του απέναντι στην εξουσία». «Έχασα έναν μέντορα, μια έμπνευση και κυρίως έναν φίλο», πρόσθεσε.

Γεννημένος το 1931, αποτέλεσε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Άγγλους μυθιστοριογράφους κατασκοπείας, καθώς ήταν πρώην συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών.

Ο Τζον Λε Καρέ γνώρισε επιτυχία με το τρίτο του μυθιστόρημα, «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (The Spy Who Came In from the Cold, 1964), που έγραψε στα τριάντα του, διότι «βαριόταν» τη δουλειά του διπλωμάτη στη βρετανική πρεσβεία στη Βόννη (στην τότε δυτική Γερμανία).

Το βιβλίο, παγκόσμιο μπεστ-σέλερ -πούλησε πάνω από 20 εκατομμύρια αντίτυπα σε διεθνές επίπεδο- αφηγείται την ιστορία του Άλεκ Λίμας, Βρετανού διπλού πράκτορα, που πάει στην Ανατολική Γερμανία υποδυόμενος τον αυτόμολο. Η μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, σήμανε την αρχή της μακράς συνεργασίας του Κόρνουελ με μεγάλες εταιρείες κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών.

Εκτός από το «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», στα πιο διάσημα έργα του Λε Καρέ περιλαμβάνονται και τα «Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι», «Η Ιστορία Δεν Επαναλαμβάνεται», «Η Μικρή Τυμπανίστρια», «Ένας Τέλειος Κατάσκοπος», «Η Ρωσική Εστία» και το «The Night Manager». Στα πιο πρόσφατα περιλαμβάνονται «Ο Ράφτης του Παναμά», «Ο Επίμονος Κηπουρός», «Απόλυτοι Φίλοι» και «Το Τραγούδι της Ιεραποστολής».

Το 2008 εντάχθηκε στον πίνακα των καλυτέρων 50 Άγγλων συγγραφέων του 20ου αιώνα που συνέταξαν οι Τάιμς, στην οποία και κατέλαβε την 22η θέση.

Ο παγκοσμίου φήμης συγγραφέας βιβλίων κατασκοπίας, είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου, ότι στη νεότητά του υπήρξε κατάσκοπος.

«Στρατολογήθηκα από τις μυστικές υπηρεσίες του στρατού και τον πολιτικό κλάδο τους σε διαφορετικές στιγμές» είχε αποκαλύψει ο ίδιος.

Ο 69χρονος -τότε- Λε Καρέ διηγήθηκε στην εφημερίδα πόσο συναρπαστικές ήταν οι εμπειρίες που περιλάμβαναν πράξεις, όπως το να μπαίνει κανείς κρυφά σε σπίτια και να κλέβει μυστικά, καθώς και πώς αυτές τον ενέπνευσαν στις κατοπινές λογοτεχνικές δημιουργίες του.

«Όταν μου παρουσιάστηκε η δυνατότητα αυτή, ένιωσα μια τρομερή έλξη» δήλωσε και παρομοίασε τα χρόνια που χρημάτισε κατάσκοπος με «θητεία ιερέως».

Μάλιστα, υπήρχε για αρκετό καιρό η υποψία ότι ο Λε Καρέ έγραφε τα έργα του βάσει προσωπικής εμπειρίας, όμως ο συγγραφέας ουδέποτε δεν είχε επιβεβαιώσει αυτή την πτυχή του παρελθόντος του.

Ο Λε Καρέ εργάστηκε για την μυστική υπηρεσία ΜI6 από το 1949 ως το 1963 όταν η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε από τον Βρετανό πρώην πράκτορα, τον Κιμ Φίλμπι, που αυτομόλησε στη Μόσχα το ίδιο έτος. Ο Φίλμπι αποκάλυψε την ταυτότητα δεκάδων Βρετανών πρακτόρων, πολλοί από τους οποίους στη συνέχεια δολοφονήθηκαν.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

«Πάντα ο διάβολος» || εκδόσεις Μεταίχμιο


Το μυθιστόρημά του Ντόναλντ Ρέι Πόλοκ «Πάντα ο διάβολος» -πρεσβευτής του  νέου αμερικάνικου γκόθικ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη.

Ο Άρβιν Γιουτζίν Ράσελ μεγάλωσε παρακολουθώντας τον πατέρα του να θυσιάζει ανθρώπους και ζώα προκειμένου να σώσει την καρκινοπαθή μητέρα του από τον θάνατο, κι εξελίχθηκε σε έναν βίαιο ενήλικα με έναν πολύ προσωπικό κώδικα ηθικής.

Στο βιβλίο –που διασκεύασε κινηματογραφικά το Netflix- ξετυλίγεται η  ιστορία τού Άρβιν και του κόσμου του.  Ένα μοναδικό σύμπαν παρακμής, εκδίκησης και βίας με φόντο τη βαθιά Αμερική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στο οποίο κινείται μια σειρά από παράδοξους χαρακτήρες: ο Καρλ και η Σάντι -ένα ζευγάρι σίριαλ κίλερ, που λυμαίνονται τις εθνικές οδούς· ο σερίφης Μπόντεκερ -ένας διεφθαρμένος εξουσιομανής· ο περιπλανώμενος ιεροκήρυκας Ρόι, που χρησιμοποιεί τις αράχνες για να διαδώσει τον λόγο του Ευαγγελίου, τον οποίο συνοδεύει ο σακάτης Θίοντορ με την κιθάρα του, και άλλοι.

«Ήταν η πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου και πλέον η Σάρλοτ τον περισσότερο καιρό τα ’χε χαμένα. Ένα αποπνικτικό απόγευμα, κι ενώ προσπαθούσε να τη δροσίσει με βρεγμένα πανάκια, ο Γουίλαρντ σκέφτηκε ότι ίσως να χρειαζόταν  να κάνει κάτι παραπάνω από το να προσεύχεται και να είναι ειλικρινής. Το επόμενο μεσημέρι γύρισε από τις στάνες στην πόλη με ένα αρνάκι στην καρότσα του φορτηγού. Ήταν κουτσό και του ’χε κοστίσει μόνο πέντε δολάρια. Ο Άρβιν πήδηξε από τη βεράντα κι έτρεξε στην αυλή. “Μπορώ να του δώσω όνομα;” ρώτησε, καθώς ο πατέρας του σταματούσε το φορτηγό μπροστά στον αχυρώνα.

“Χριστέ και Κύριε, δε το ’φερα για κατοικίδιο, να πάρει η ευχή” φώναξε ο Γουίλαρντ. “Πήγαινε μέσα στη μητέρα σου”. Μπήκε με την όπισθεν στον αχυρώνα, βγήκε από το φορτηγάκι και έδεσε βιαστικά τα πίσω πόδια του ζώου με ένα σχοινί, έπειτα το σήκωσε ψηλά στον αέρα και το κρέμασε ανάποδα από μια τροχαλία σε μια από τις δοκούς που στήριζαν τη σκεπή του αχυρώνα. Έκανε το φορτηγό λίγα μέτρα πιο μπροστά. Έπειτα, χαμήλωσε το τρομοκρατημένο ζώο μέχρι που η μύτη του σχεδόν άγγιζε το έδαφος. Με ένα χασαπομάχαιρο του έκοψε τον λαιμό και μάζεψε το αίμα σε έναν κουβά που τον χρησιμοποιούσαν για τάισμα και χώραγε δεκαπέντε λίτρα. Κάθισε πάνω σε ένα δεμάτι άχυρο και περίμενε μέχρι που η πληγή στράγγισε. Ύστερα κουβάλησε τον κουβά ως το κούτσουρο και άδειασε πάνω προσεκτικά την προσφορά του. Εκείνο το βράδυ, όταν ο Άρβιν πήγε για ύπνο, έσυρε το μαλλιαρό κουφάρι του ζώου ως την άκρη του αγρού και το έριξε σε μια ρεματιά.

Δυο μέρες αργότερα, ο Γουίλαρντ άρχισε να μαζεύει ζώα που έβρισκε σκοτωμένα στον δρόμο: σκύλους, γάτες, ρακούν, οπόσουμ, μαρμότες, ελάφια. Τα ζώα που ήταν ψόφια καιρό τώρα και δεν έβγαζαν αίμα τα κρεμούσε από τους σταυρούς κι απ’ τα κλαδιά των δέντρων γύρω από το κούτσουρο. Η ζέστη και η υγρασία τα έκαναν να σαπίζουν γρήγορα. Η μπόχα έκανε τον ίδιο και τον  Άρβιν να θέλουν να ξεράσουν, καθώς γονάτιζαν και ικέτευαν για το έλεος του Σωτήρα. Σκουλήκια έπεφταν στριφογυριστά από τα δέντρα σαν σταγόνες άσπρου λίπους. Το έδαφος γύρω από το κούτσουρο είχε λασπώσει απ’ το αίμα. Τα έντομα που ζουζούνιζαν γύρω τους πολλαπλασιάζονταν κάθε μέρα. Και οι δυο ήταν γεμάτοι τσιμπήματα από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους. Παρόλο που ήταν Αύγουστος, ο Άρβιν φορούσε μακρυμάνικο φανελένιο πουκάμισο και ένα ζευγάρι γάντια εργασίας και τύλιγε το πρόσωπό του με ένα μαντίλι. Κανείς τους δεν έκανε μπάνιο πια. Ζούσαν με κρέας κονσέρβας και κρακεράκια που αγόραζαν απ’ το μαγαζί της Μοντ. Το βλέμμα του Γουίλαρντ είχε σκληρύνει κι είχε αγριέψει  και ο γιος του είχε την αίσθηση ότι τα μπλεγμένα μούσια του είχαν ασπρίσει σχεδόν μες σε μια νύχτα.

“Έτσι είναι ο θάνατος” είπε ο Γουίλαρντ μελαγχολικά ένα απόγευμα, καθώς ήταν γονατισμένοι με τον Άρβιν στο σάπιο κούτσουρο που ’χε μουσκέψει απ’ το αίμα. “Θέλεις κάτι τέτοιο για τη μάνα σου;”   

“Όχι, κύριε” είπε το αγόρι.    

Ο Γουίλαρντ χτύπησε τη γροθιά του στο κούτσουρο. “Τότε προσευχήσου, να πάρει ο διάολος!”

Ο Άρβιν κατέβασε το βρόμικο μαντίλι από το πρόσωπό του και πήρε βαθιά ανάσα εισπνέοντας τη σαπίλα. Από εκείνη τη στιγμή, σταμάτησε να προσπαθεί να αποφύγει τη βρομιά, τις ατελείωτες προσευχές, το πηγμένο αίμα, τα σαπισμένα ψοφίμια. Ωστόσο η μάνα του έσβηνε μέρα με τη μέρα. Πλέον όλα μύριζαν θάνατο, ακόμα και ο διάδρομος που οδηγούσε  στο δωμάτιο όπου κείτονταν άρρωστη. Ο Γουίλαρντ άρχισε να κλειδώνει την πόρτα της και είπε στον Άρβιν να μην την ενοχλεί. “Χρειάζεται ξεκούραση” είπε».

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Ο Σκωτσέζος Ντούγκλας Στιούαρτ απέσπασε το λογοτεχνικό βραβείο Booker

Καθυστερημένα έφτασε στη συγγραφή λογοτεχνίας ο κάτοχος του φετινού λογοτεχνικού βραβείου Booker. Ο Σκωτσέζος Ντούγκλας Στιούαρτ άρχισε να δουλεύει στη βιομηχανία μόδας πριν σχεδόν 20 χρόνια, από τότε που μετανάστευσε σε ηλικία 24 ετών στη Νέα Υόρκη.

Θήτευσε ως ντιζάινερ μόδας σε Οίκους όπως οι Calvin Klein, Ralph Lauren, Banana Republic και Jack Spade. Το μυθιστόρημα με το οποίο κέρδισε το βραβείο άρχισε να το γράφει πριν από πάνω από μια δεκαετία, την περίοδο που δούλευε 12 ώρες την ημέρα ως επικεφαλής διευθυντής ντιζάιν στον Οίκο Banana Republic.

Σήμερα, ζει στο East Village μαζί με το σύζυγό του, τον Μάικλ Κάρι (ο οποίος είναι επιμελητής στην γκαλερί Gagosian και ειδικός στον Πικάσο), δηλώνει «άφωνος» με τη βράβευση και, μιλώντας μέσω Zoom από τη Νέα Υόρκη στην εφημερίδα The Guardian θυμάται πως προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στις διακυμάνσεις του θυμικού της αλκοολικής μάνας του στη Γλασκόβη παριστάνοντας ότι γράφει τα απομνημονεύματά της.

Το εγχείρημα δεν προχώρησε και πολύ, αλλά πάντα ξεκινούσε με αφιέρωση «Στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που δεν ξέρει τίποτα από αγάπη». «Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι χρησιμοποιώντας αυτό το τέχνασμα πριν 40 χρόνια, θα ήμουν σήμερα εδώ να σας μιλάω για το βιβλίο μου» είπε ο Στιούαρτ.

Το μυθιστόρημά του, με τίτλο «Shuggie Bain» απορρίφθηκε από 32 εκδότες. Η ζωή στη Νέα Υόρκη του έδωσε την απόσταση και διαύγεια που χρειαζόταν για να αρχίσει να γράφει. Έγραφε στο μετρό, τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές, καθώς όλο αυτό το διάστημα είχε μια «πολύ απαιτητική δουλειά σε έναν τεράστιο αμερικανικό Οίκο μόδας».

Ο μόνος αναγνώστης του ήταν ο σύντροφός του, ο Μάικλ Κάρι, στον οποίο παρουσίασε ένα χειρόγραφο 900 σελίδων. Και τον οποίο, μετά από δύο δεκαετίες, παντρεύτηκε στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης την ημέρα που υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδοτικό Οίκο Grove Atlantic.

Η ιστορία ενός μικρού αγοριού του Hugh «Shuggie» Bain μέσα από μια δύσκολη παιδική ηλικία στις εργατικές κατοικίες της Γλασκόβης της δεκαετίας του 1980, είναι το θέμα του βραβευμένου μυθιστορήματος.

Η ιστορία

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στη Γλασκόβη, όπου οι πολιτικές της Θάτσερ έχουν βυθίσει οικογένειες στην ανεργία, οι οποίες καταφεύγουν σε κομπίνες για να επιβιώσουν, μεγαλώνει ένα αγόρι αλλιώτικο, ο Shuggie Bain, με μια μητέρα αλκοολική και τα δυο του αδέρφια. Ο πατέρας τους τους έχει εγκαταλείψει και η μητέρα με τα τρία παιδιά βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια διαλυμένη πόλη ανθρακωρύχων. Καθώς η μητέρα κατρακυλάει ακόμα βαθύτερα στον αλκοολισμό, τα παιδιά κάνουν ό,τι μπορούν για να τη βοηθήσουν, όμως ένα ένα αναγκάζονται να φύγουν για να σωθούν. Μόνο ο μικρός της γιος, ο Shuggie, αρνείται να σταματήσει να ελπίζει και βάζει πείσμα να βοηθήσει τη μητέρα του να ξεφύγει απ’ αυτόν τον χαμένο τόπο.

Βαθιά συγκινητικό με εξαιρετική ατμόσφαιρα και ανάγλυφη απόδοση της εποχής και του τόπου, το βιβλίο ασκεί δριμεία κριτική στη θατσερική πολιτική και αποτελεί συγχρόνως ένα ανελέητο πορτρέτο της κατάβασης μιας γυναίκας στην κόλαση του αλκοολισμού και μια συγκλονιστική περιγραφή του δεσμού μητέρας-γιου.

Το βιβλίο μεταφράζεται σε περισσότερες από 20 γλώσσες ενώ στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2021 σε μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

«I Am Invincible»: Η Norma Kamali στο πρώτο της βιβλίο

Η Norma Kamali πρόσθεσε τη συγγραφική ιδιότητα στο βιογραφικό της. Η 75χρονη σχεδιάστρια μόδας έγραψε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «I Am Invincible» (Είμαι ανίκητη), το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο.

Το βιβλίο, που περιγράφεται ως μανιφέστο, αυτοβιογραφία και εγχειρίδιο, καταγράφει την προσωπική και επαγγελματική ζωή της Kamali, 50 χρόνια καριέρας στον χώρο της μόδας, ανατροπές, αλλαγές, θριάμβους και αποτυχίες που βίωσε η σχεδιάστρια, η οποία έβρισκε το θάρρος και τη δύναμη να κυνηγήσει τα όνειρά της και να μην κοιτάζει πίσω.

Το μυστικό, γράφει, είναι να μαθαίνεις να μεγαλώνεις με δύναμη: Υιοθετώντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής και ανυπομονώντας για κάθε ορόσημο και τις αλλαγές που φέρνει, συνειδητοποιείτε ότι η επίτευξη του μέγιστου των δυνατοτήτων δεν έχει ηλικία.

Η Kamali μοιράζεται όσα έχει μάθει σχετικά με την αυθεντική ομορφιά, το διαχρονικό στιλ, την οικοδόμηση της σταδιοδρομίας, την ευεξία και την υγεία μέσω προσωπικών ιστοριών, ενδοσκόπησης και συμβουλών για δράση που βοηθούν τις γυναίκες κάθε ηλικίας να ζουν ευτυχισμένες, υγιέστερες, πιο επιτυχημένες και ικανοποιημένες.

Η Norma Kamali έχει δει πολλές χιλιάδες τάσεις να έρχονται και να φεύγουν. Την εποχή των Swinging Sixties ήταν στο Λονδίνο και διασκέδαζε σε νυχτερινά κέντρα με μορφές της ροκ όπως ο Τζίμι Χέντριξ, ο Τζεφ Μπεκ και ο Τζίμι Πέιτζ.

Κατά τη δεκαετία του 74 ήταν τακτική θαμώνας στο θρυλικό Studio 54 του Μανχάταν, χορεύοντας κάθε βράδυ με τις Γκρέις Τζόουνς και Μπιάνκα Τζάγκερ, τις οποίες έντυνε με δημιουργίες της.

Η σχεδιάστρια και γκουρού του υγιεινού τρόπου ζωής ήταν επίσης από τις πρωτοπόρους στον σχεδιασμό μαγιό και η δημιουργικότητά της έχει αναγνωριστεί μέσω πολλών βραβείων.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Στην Αμερικανίδα ποιήτρια Louise Glück το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Τον φετινό νικητή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας ανακοίνωσε, το μεσημέρι της Πέμπτης, η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών στη Στοκχόλμη. Πρόκειται για την Αμερικανίδα ποιήτρια Λουίζ Γκλουκ.

Η 77χρονη ποιήτρια τιμήθηκε για τη «χαρακτηριστική ποιητική φωνή της, που με την αυστηρή ομορφιά της κάνει παγκόσμια την ατομική εμπειρία», σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας που απονέμει το βραβείο, το οποίο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 10 εκατ. κορωνών Σουηδίας (958.000 ευρώ).

H Λουίζ Γκλουκ γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. Σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Γράφει για την απογοήτευση, τη ματαίωση, την απώλεια, την απομόνωση, με τρόπο τόσο αποτελεσματικό, ώστε να την ονομάζουν «ζοφερή» ή «σκοτεινή» ποιήτρια. Έχει δε την ικανότητα να δημιουργεί μια ποίηση, την οποία μπορούν να καταλάβουν οι πολλοί, να σχετισθούν μαζί της και να τη βιώσουν έντονα και ολοκληρωτικά.

Η ικανότητά της αυτή θεωρήθηκε ότι πηγάζει από μια απατηλά άμεση γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία προσεγγίζει αξιοσημείωτα τον συνήθη προφορικό λόγο. Ο ρυθμός της, ωστόσο, οι επαναλήψεις της, και οι ιδιωματικές αόριστες εκφράσεις της, δίνουν στη γλώσσα της ένα βάρος διαφορετικό από αυτό της καθομιλουμένης.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

«Σωστό αίμα» || εκδόσεις Καστανιώτη


 Tο μυθιστόρημα «Σωστό αίμα» της  Φραντσέσκα Μελάντρι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη –τη μετάφραση υπογράφει η Άμπυ Ραΐκου.

Ρώμη, Αύγουστος 2010. Σε μια παλιά πολυκατοικία η Ιλάρια ανεβαίνει με δυσκολία τους έξι ορόφους που τη χωρίζουν από το διαμέρισμά της.

«Ο πιο ψηλός από τους μοιραίους λόφους της Ρώμης, το Εσκουιλίνο, μυρίζει κεμπάμπ, κίμτσι, μασάλα ντόσα. Τα κτίριά του είναι ψηλοτάβανα, όμως δεν έχουν πάντα ασανσέρ, όπως για παράδειγμα αυτό εδώ. Η Ιλάρια έχει συνηθίσει να ανεβοκατεβαίνει τους έξι ορόφους με τα πόδια, αυτή η αναγκαστική άσκηση δεν την ενοχλεί, το αντίθετο, μάλιστα, της αρέσει. Σήμερα όμως ανεβαίνει θυμωμένη και κάθε βήμα τής φαίνεται βουνό. Από το παράθυρο που βλέπει στην αυλή έρχεται μια έντονη μυρωδιά από κάρι, πυκνή σαν καπνός. Διαχέεται στο κλιμακοστάσιο και πλημμυρίζει την Ιλάρια, χωρίς όμως να την κάνει να ξεχάσει τα νεύρα της. Την κάνει όμως να σουφρώσει τη μύτη». 

Όταν φτάνει στην πόρτα της διαπιστώνει ότι την περιμένει μια έκπληξη. Είναι ένας μαύρος νεαρός που της δείχνει ένα διαβατήριο. «Με λένε Σιμέτα Ιετμεγκέτα Ατιλαπροφέτι», της λέει, «και είσαι θεία μου». Η Ιλάρια σκέφτεται πως πρόκειται για αστείο. Ατίλα Προφέτι η ίδια ξέρει μονάχα έναν, τον πατέρα της, τον μυστηριώδη Ατίλιο που τώρα πια έχει γεράσει αρκετά. Ο Σιμέτα εξηγεί ότι είναι εγγονός του Ατίλιο και της γυναίκας με την οποία ήταν μαζί στα χρόνια της ιταλικής κατοχής στην Αιθιοπία. Κι αν είναι αλήθεια; Η Ιλάρια αρχίζει να αμφιβάλλει, να ψάχνει, να προβληματίζεται. Οι απαντήσεις βρίσκονται στο παρελθόν, στο παρελθόν μια χώρας που απωθεί τη συλλογική μνήμη ώστε να μην αναγκαστεί να την αντιμετωπίσει, μιας χώρας που γνώρισε όχι μόνο τον Μουσολίνι αλλά και τον Μπερλουσκόνι, μιας χώρας που, εσχάτως, έχει καταστεί το ευρωπαϊκό επίκεντρο των μεγάλων μεταναστεύσεων. Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα κοινωνικού ρεαλισμού που ακτινογραφεί τις αντιφάσεις της Ιστορίας και της ταυτότητάς μας.

 Τα βιβλία της Φραντσέσκα Μελάντρι έχουν λάβει πολλές διακρίσεις και έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Mε το «Σωστό αίμα» (2017), το πλέον πρόσφατο έργο της, καταξιώθηκε στις συνειδήσεις κριτικών και αναγνωστών. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα απέσπασε το Βραβείο Sila ’49 και ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Strega, την υψηλότερη λογοτεχνική τιμή της Ιταλίας, το 2018. Την ίδια χρονιά, η μετάφρασή του στα γερμανικά σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία και έμεινε για μήνες ολόκληρους στις λίστες των ευπωλήτων του περιοδικού Der Spiegel, που το χαρακτήρισε «διεθνές μυθιστόρημα της χρονιάς».

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

«Γράμματα στη Χιονάτη» || εκδόσεις Καστανιώτη

 

Το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου «Γράμματα στη Χιονάτη» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Μια γυναίκα με ασυνήθιστη εμφάνιση φτάνει σ’ ένα χωριό –«Ήξερε ότι πίσω από την πλάτη της την έλεγαν “Φαλακρή”, επειδή όταν πρωτοεμφανίστηκε στο χωριό τους είχε ξυρισμένο γουλί το κεφάλι της. Κι όχι μόνο. Ήταν ξυρισμένα και τα φρύδια της. Μια φρίκη, ένας εφιάλτης, που έδιωχνε τα βλέμματα, σαν να γλιστρούσαν στο γυαλιστερό της κρανίο.

Στις ερωτήσεις των κατοίκων, όταν γυρνούσε στις γειτονιές κι έψαχνε να νοικιάσει σπίτι, απαντούσε ότι είχε χάσει τα μαλλιά και τα φρύδια της από στεναχώρια, χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες». Το χωριό εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του λόγω κατολισθήσεων. Η γυναίκα  επιλέγει ένα απομονωμένο σπίτι και περιμένει το «άλλο χιόνι».

Σ’ αυτό το σκηνικό εγκατάλειψης, η γυναίκα θα παρασυρθεί σε αναπάντεχες περιπέτειες, σε μια περιδίνηση σε τόπους κοντινούς αλλά και σε ανεξερεύνητα μέρη της ύπαρξής της.

Θα συναντήσει έναν σπουδαίο και οργισμένο ποιητή που επίσης κρύβεται, θα παραστεί ψυχρή σαν άγαλμα σ’ έναν απρόσμενο γάμο αλά Κουστουρίτσα, θα βρεθεί με τα «ρετάλια» του παλιού κοινοβίου, τον Ρόθκο, τον Καίσαρα και την αινιγματική Αισθήρ.

Κανείς όμως απ’ όλους αυτούς δε θα ασκήσει πάνω της την καταλυτική επιρροή της Χιονάτης, όπως ονομάζει ένα αμίλητο κορίτσι που το φέρνει η χιονοθύελλα.

«Άνοιξε τα παντζούρια της κουζίνας κι έμεινε κατάπληκτη, τόσο κατάπληκτη,που χρειάστηκε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της μήπως αυτό που έβλεπε ήταν ένα παιχνίδι της όρασής της, μια φάρσα του μυαλού της, μια κοροϊδία του χιονιού, ένας εμπαιγμός.

Ένα παιδάκι, ένα κοριτσάκι, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, καθόταν πάνω σε δυο τσιμεντόλιθους που όριζαν δυο γειτονικά χωράφια, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Καθόταν τόσο ήσυχο, τόσο ακίνητο, παρόλο που σίγουρα είχε δει κι είχε ακούσει τα παντζούρια που είχε ανοίξει, σαν άγαλμα έμοιαζε. […]

Ξανακοίταξε προς το ακίνητο κοριτσάκι, με την ελπίδα ότι θα είχε θαυμαστά εξαφανιστεί, σαν τις χάρτινες ανθρώπινες φιγούρες που έβαζαν κι έβγαζαν μέσα σε ωραία κουκλόσπιτα, ότι ήταν η φαντασία της που της είχε παίξει ένα ακόμα παιχνίδι. Όμως αυτό βρισκόταν πάντα εκεί, στη θέση του, ασάλευτο. […]

Θα κόντευε μεσημέρι, όπως υπολόγισε η γυναίκα, όταν είδε ότι ο καιρός βάραινε, ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από γκρίζα χαμηλά σύννεφα, σημάδι πως όπου να ’ταν θ’ άρχιζε πάλι να χιονίζει. Και πράγματι, δεν άργησαν να πέσουν οι πρώτες νιφάδες, χοντρές κι αδυσώπητες, χιόνι πάνω στο χιόνι.

Το κορίτσι, λες και δε το ένοιαζε τίποτα, καθόταν στη θέση του, τα μαλλιά και τα σκούρα ρούχα που φορούσε άρχισαν ν’ ασπρίζουν, τα πασπάλιζε το χιόνι, όπως η άχνη ζάχαρη πέφτει πάνω σε κούκλα από αμυγδαλόπαστα τούρτας γενεθλίων.

Η γυναίκα ταράχτηκε με το θέαμα, σε λίγο το παιδί θα ήταν σαν καθιστός χιονάνθρωπος, […].

Ένα μυθιστόρημα αινιγματικό και ταυτοχρόνως λυτρωτικό, γεμάτο συμπόνια αλλά και πολλά ερωτήματα.

Είναι, τελικώς, η αγάπη η μέγιστη πλάνη; Ή μήπως ο ύψιστος σκοπός;

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

«Αθήνα 1204-1456: Τα άγνωστα χρόνια»

Το βιβλίο «Αθήνα 1204-1456: Τα άγνωστα χρόνια» του Λευτέρη Καντζίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Προϊόν πολυετούς έρευνας σε βιβλιοθήκες και αρχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, στις σελίδες του ξεδιπλώνει σταδιακά μια άγνωστη ιστορική περίοδο για την ελληνική πρωτεύουσα. Πρόκειται για τους σχεδόν τρεις αιώνες που μεσολάβησαν μεταξύ της βυζαντινής και της οθωμανικής κυριαρχίας στην Αθήνα, όπου ιππότες της Δύσης με τις χρυσοποίκιλτες πανοπλίες τους ηγεμόνευσαν επί του λίκνου της Δημοκρατίας. Δολοπλοκίες και ερωτικά πάθη, αθέτηση όρκων και παρασκηνιακές συνωμοσίες, καθώς και όνειρα που μετατράπηκαν σε εφιάλτες συνθέτουν μία ιστορία 300 ετών.

Πριγκίπισσες που φυλακίστηκαν, βασιλείς που επιδίωξαν να γίνουν αυτοκράτορες, τυχοδιώκτες που έκαναν το παν για την εξουσία και συγγενείς που αλληλοεξοντώθηκαν απαρτίζουν το σκηνικό μίας μεσαιωνικής Αθήνας, που εξακολουθούσε να γοητεύει τους κυρίαρχούς της. Τα περισσότερα μνημεία πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και γύρω από αυτόν έστεκαν για χίλια σχεδόν χρόνια ακέραια στη θέση τους. Αυτά, σε συνδυασμό με το φυσικό κάλλος της αττικής γης, μάγεψαν τους νεοφερμένους Βουργουνδούς, Καταλανούς, Ναβαρραίους, Αραγώνιους και Φλωρεντινούς, οι οποίοι με τις αφηγήσεις τους διέδωσαν τη φήμη της πόλης στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι, η Πόλη της Παλλάδος εξυμνήθηκε από Ισλανδούς λογοτέχνες και Άραβες επιστήμονες, καθώς και από Ίβηρες βασιλείς μέχρι και Καυκάσιους ηγεμόνες. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που έως σήμερα οι Ισπανοί μονάρχες φέρουν τιμητικά τον τίτλο του «Δούκα των Αθηνών».

Όλα τούτα δεν αποτελούν ένα λογοτεχνικό αποκύημα της φαντασίας αλλά την Ιστορία των Αθηνών μεταξύ του 13ου και του 15ου αιώνα.

Στον Πρόλογο του βιβλίου, που υπογράφει ο γνωστός αθηναιογράφος -με την «εμμονή για την ερμηνεία του βλέμματος», Νίκος Βατόπουλος, διαβάζουμε: «Το σκότος όσον αφορά τη γνώση μας για την Αθήνα τους περασμένους αιώνες είναι πυκνό και δεν περιορίζεται μόνο στα μνημεία, στα τεκμήρια, στα ίχνη αλλά στην κατανόηση της ίδιας της πόλης. […] Το ερευνητικό έργο του Λευτέρη Καντζίνου έρχεται να οργανώσει εκ νέου το βλέμμα μας πάνω στα φράγκικα χρόνια της Αθήνας. Να ορίσει νέο πεδίο θέασης προς την πόλη και να ενθαρρύνει βαθύτερες τομές και τολμηρότερες αναγνώσεις. Το ερευνητικό αυτό εγχείρημα ευεργετεί την ίδια την ιδέα της διαχρονικής Αθήνας και απαντά σε ένα ευρύτερο, σύγχρονο αίτημα για μια πιο σύνθετη, και περισσότερο διεσταλμένη, κατανόηση της πόλης. Η Αθήνα δίνει διαρκώς...».


Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

«Finding Freedom»: Η βιογραφία του Χάρι και της Μέγκαν και στα ελληνικά


Η νέα βιογραφία του πιο πολυσυζητημένου αυτή τη στιγμή ζευγαριού στον κόσμο, του Χάρι και της Μέγκαν με τίτλο: «Finding Freedom -Βρίσκοντας την Ελευθερία» κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα, στις 12 Αυγούστου από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη.

Το ειδύλλιο ανάμεσα στον Άγγλο πρίγκιπα και μια Αμερικανίδα ηθοποιό, ο αρραβώνας, ο γάμος τους, η γέννηση του γιου τους, Άρτσι, καθώς και η αναπάντεχη απόφασή τους να παραιτηθούν από τα βασιλικά τους καθήκοντα προκάλεσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον και τη φρενίτιδα των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Όμως το βιβλίο «Finding Freedom -Βρίσκοντας την Ελευθερία» των δημοσιογράφων που καλύπτουν ειδήσεις για τη βρετανική βασιλική οικογένεια, Omid Scobie και Carolyn Durand αποκαλύπτει άγνωστες λεπτομέρειες από την κοινή ζωή του Χάρι και της Μέγκαν, διαλύοντας τις διάφορες φήμες και παρεξηγήσεις που ακολουθούν το ζευγάρι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Οι δημοσιογράφοι έχοντας το προνόμιο της μοναδικής πρόσβασης και με τη βοήθεια ανθρώπων από το στενό περιβάλλον του ζεύγους στο βιβλίο τους σκιαγραφούν το πορτρέτο ενός ζευγαριού γεμάτου αυτοπεποίθηση, με πρωτοποριακό τρόπο σκέψης και επιρροή, το οποίο δεν φοβάται να σπάσει την παράδοση, είναι αποφασισμένο να χαράξει έναν νέο δρόμο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και είναι αφοσιωμένο στη δημιουργία μιας ανθρωπιστικής κληρονομιάς, η οποία θα κάνει ουσιαστική διαφορά στον κόσμο.

 «Στόχος αυτού του βιβλίου είναι να απεικονίσει τους πραγματικούς Χάρι και Μέγκαν, ένα ζευγάρι που συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω της ανθρωπιστικής και φιλανθρωπικής δράσης τους, αλλά που συχνά παρουσιάζεται με ανακρίβειες. Η προσπάθειά μας είχε ως κίνητρο την επιθυμία να δώσουμε μια ακριβή εκδοχή της πορείας τους και, επιτέλους, να παρουσιάσουμε την αλήθεια πίσω από λανθασμένες ιστορίες, οι οποίες έχουν γίνει «ευαγγέλιο» μόνο και μόνο επειδή επαναλαμβάνονται συνεχώς. Χάρη στις πηγές μας μπορέσαμε να μοιραστούμε την πραγματική ιστορία του Δούκα και της Δούκισσας του Σάσεξ» αναφέρουν οι συγγραφείς.

Ο Omid Scobie είναι συγγραφέας, αρχισυντάκτης του βασιλικού ρεπορτάζ για το Harper’s Bazaar, αρθρογράφος του ABC News, τακτικός συνεργάτης του «Good Morning America» και παρουσιαστής στη διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή του ABC, «The Heir Pod».

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Βιβλιοθήκη της Βουλής: Ολοκληρώθηκε η έκδοση των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας


Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας αποτελούν τη ναυαρχίδα των ιστορικών αρχείων που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, η οποία και επιμελείται της εκδόσεώς τους.

Η έκδοση άρχισε το 1855, όταν διευθυντής της Βιβλιοθήκης ήταν ο Γεώργιος Τερτσέτης. Διακόπηκε, ξανάρχισε τη δεκαετία του 1970 και συνέχισε έως τις μέρες μας.

Οι 25 τόμοι που καλύπτουν την περίοδο από τα χρόνια του Αγώνα έως και τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια είναι αναρτημένοι στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης της Βουλής (https://paligenesia.parliament.gr/) και είναι δυνατή η αναζήτηση κυρίων ονομάτων και τόπων στο σύνολο των τόμων.

Με την ευκαιρία της επετείου της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ολοκληρώθηκε η έντυπη σειρά των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Τυπώθηκαν οι τόμοι 24 και 25, οι οποίοι περιλαμβάνουν έγγραφα της Καποδιστριακής Περιόδου: σχέδια ψηφισμάτων, της Γραμματείας της Δικαιοσύνης, της Οικονομικής Επιτροπής, του Υπουργείου Εξωτερικών, και αλληλογραφία του Κυβερνήτη με αντιπρέσβεις και γενικά προσωπικότητες της εποχής του.

Οι τόμοι περιέχουν μεταγραφή εγγράφων, σε πολλές περιπτώσεις αποτυπώσεις των εγγράφων και ευρετήρια.

Τη γενική επιστημονική επιμέλεια έχει ο Αγαμέμνων Τσελίκας (φιλόλογος-παλαιογράφος, προϊστάμενος του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης). Τη μεταγραφή εγγράφων ανέλαβε η Λένα Κορομηλά (παλαιογράφος και επιμελήτρια ιστορικών κειμένων, συνεργάτις της Βιβλιοθήκης της Βουλής).

Η σειρά των Αρχείων της Παλιγγενεσίας έχει σημαίνουσα βαρύτητα στην ιστορία των ελληνικών αρχειακών εκδόσεων και αποτελεί παράδειγμα  συστηματικής μακρόχρονης έκδοσης. Παράλληλα, είναι βασική πηγή μελέτης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που συμβάλλει καθοριστικά στη διατήρηση της εθνικής μνήμης.

 
Copyright © 2014 AthensIn. Designed by OddThemes