Το βιβλίο του «χαμένου γίγαντα της αμερικανικής λογοτεχνίας», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 και τον κατέταξε μεταξύ των Τζέιμς Μπόλντουιν και Γουίλιαμ Φώκνερ, επανέρχεται σε νέα έκδοση και τοποθετείται στα ράφια της κλασικής λογοτεχνίας.
Μια μέρα του 1957, στο Σάτον, τη μικρή πόλη μιας επινοημένης πολιτείας του αμερικάνικου Νότου ανάμεσα στο Μισισίπι και την Αλαμπάμα, ο νεαρός μαύρος αγρότης Τάκερ Κάλιμπαν ρίχνει αλάτι στα χωράφια του, σκοτώνει τα ζωντανά του, βάζει φωτιά στο σπίτι του, παίρνει τη γυναίκα και το παιδί του και φεύγει. Οι λευκοί της μικρής πόλης παρακολουθούν σαστισμένοι· τις επόμενες μέρες, το σάστισμά τους εντείνεται, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι μαύροι κάτοικοι φοράνε τα κυριακάτικά τους, παίρνουν ό,τι πολύτιμο έχουν και φεύγουν και εκείνοι.
«Πάει τέλειωσε τώρα. Οι πιο πολλοί άντρες που στέκονταν, έγερναν ή κάθονταν στη βεράντα της εισόδου του Παντοπωλείου Τόμασον είχαν βρεθεί στο αγρόκτημα του Τάκερ Κάλιμπαν την Πέμπτη όταν άρχισαν όλα, αν και, με την ενδεχόμενη εξαίρεση του κυρίου Χάρπερ, κανένας τους δεν ήξερε ότι κάτι άρχιζε τότε. Όλη την Παρασκευή και για μεγάλο μέρος του Σαββάτου έβλεπαν τους νέγρους του Σάτον, με τα μπαγκάζια τους ή και με άδεια χέρια, να περιμένουν στην άκρη της εισόδου του παντοπωλείου για το ωριαίο λεωφορείο που θα τους πήγαινε στην Ανατολική Ράχη και, διαμέσου του Χάρμονς Ντρόου, στο Νιου Μαρσάιλς και στον Δημοτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες ήξεραν ότι το Σάτον δεν ήταν η μοναδική πολίχνη, ήξεραν ότι όλοι οι νέγροι σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα σταυροδρόμια της Πολιτείας χρησιμοποιούσαν κάθε διαθέσιμο μεταφορικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των ποδιών τους, για να ταξιδέψουν προς τα σύνορα της Πολιτείας και να τραβήξουν προς το Μισισίπι ή την Αλαμπάμα ή το Τενεσί, ακόμα κι αν κάποιοι (όχι οι περισσότεροι) σταματούσαν ακριβώς εκεί και άρχιζαν να γυρεύουν καταφύγιο και δουλειά. Ήξεραν ότι οι πιο πολλοί δεν θα σταματούσαν μόλις περνούσαν τα σύνορα, αλλά θα συνέχιζαν ώσπου να φτάσουν σ’ ένα μέρος όπου θα είχαν έστω και την ελάχιστη ευκαιρία να ζήσουν, ή να πεθάνουν, αξιοπρεπώς, γιατί οι άντρες είχαν δει φωτογραφίες του σιδηροδρομικού σταθμού τίγκα στους μαύρους, και στη Δημοσιά ανάμεσα στο Νιου Μαρσάιλς και στο Γουίλσον Σίτι είχαν δει τις ουρές των αμαξιών που ήταν γεμάτα νέγρους και κάμποσα μπαγκάζια για να τους πείσουν ότι εκείνοι δεν είχαν μπει σ’ όλον αυτόν τον κόπο απλώς για να μετακινηθούν καμιά εκατοστή μίλια. Και όλοι είχαν διαβάσει την ανακοίνωση του κυβερνήτη: “Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ποτέ δεν τους είχαμε ανάγκη, ποτέ δεν τους θέλαμε, και θα τα πάμε μια χαρά και δίχως αυτούς· ο Νότος θα τα πάει καλά και δίχως αυτούς. Μολονότι μειώθηκε κατά ένα τρίτο ο πληθυσμός, εμείς θα τα πάμε μια χαρά. Έχουν μείνει πάμπολλοι καλοί άνθρωποι”.
Ήθελαν όλοι να το πιστέψουν. Δεν είχαν ζήσει πολύ σ’ έναν κόσμο δίχως μαύρα πρόσωπα, κι έτσι τίποτα δεν είχαν για σίγουρο, αλλά έλπιζαν ότι όλα θα πήγαιναν καλά, προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το ζήτημα είχε τελειώσει, αν και διαισθάνονταν ότι για κείνους μόλις άρχιζε».
Μια ερμηνεία της μαύρης ταυτότητας, μέσα από τα μάτια των λευκών, πάντα, αφηγητών και σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανάγκες και επιθυμίες. Πώς αντιλαμβάνονται αυτήν την αυθόρμητη απόρριψη της υποτέλειας εκ μέρους των μαύρων συμπολιτών τους αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες; Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί; Μισαλλόδοξοι και φίλα προσκείμενοι;
Ένα συγκλονιστικό, άκρως επίκαιρο βιβλίο που ρίχνει νέο φως στα φυλετικά προβλήματα που μαστίζουν χρόνια την αμερικάνικη κοινωνία.