ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα vivlio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα vivlio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

"Ο ιππότης που αγάπησε" της Julia Quinn

Το 1814 µας υπόσχεται µία ακόµη σεζόν γεµάτη εκδηλώσεις. Όχι όµως, κατά την άποψη της γράφουσας, και για τον Άντονι Μπρίτζερτον, τον πιο αμφιλεγόμενο εργένη που δεν έχει δώσει δείγµατα ότι επιδιώκει τον γάμο. Και στ’ αλήθεια, γιατί να το κάνει;

Η Κοινωνική Στήλη της Λαίδης Γουίσλνταουν, Απρίλιος 1814

Αυτή τη φορά οι συγγραφείς των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων έπεσαν έξω. Ο Άντονι Μπρίτζερτον όχι µόνο αποφάσισε να παντρευτεί – αλλά έχει επιλέξει και σύζυγο! Το µόνο εµπόδιο είναι η µεγαλύτερη αδελφή της µνηστής του, η Κέιτ Σέφιλντ, η πιο ενοχλητική γυναίκα που µπορεί κανείς να συναντήσει σε µια λονδρέζικη αίθουσα χορού. Η ραδιούργα Κέιτ εξοργίζει τον Άντονι µε την αποφασιστικότητά της να διαλύσει τον αρραβώνα, µα όταν κλείνει τα µάτια του τη νύχτα, εκείνη εμφανίζεται στα δαιδαλώδη όνειρά του...

Σε αντίθεση µε ό,τι πιστεύουν οι συντηρητικές μανάδες, η Κέιτ είναι βέβαιη ότι οι µετανιωµένοι γυναικάδες δεν γίνονται οι καλύτεροι σύζυγοι. Είναι αποφασισµένη να παλέψει με τους κανόνες και να προστατέψει την αδελφή της, αγνοώντας όμως τη δική της ευάλωτη πλευρά. Όταν συνειδητοποιεί τις ενδόμυχες σκέψεις της είναι αργά και κάθε της δράση από εδώ και πέρα είναι καταδικασμένη να προκαλέσει αναπάντεχη αντίδραση...

«Η Τζούλια Κουίν είναι η Τζέιν Όστεν της εποχής µας».

Jill Barnett

Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ

Το ανθηρό εμπόριο του έρωτα στην αρχαία αθηναϊκή κοινωνία

Το βιβλίο «Ο αγοραίος έρωτας στην αρχαία Αθήνα – Η επιρροή της ανδρικής και γυναικείας πορνείας στην αρχαία Αθήνα» του επίκουρου Καθηγητή Κλασικών Σπουδών και Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια Edward E. Cohen κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Βιολέττας Ζεύκη.

Σκηνή από συμπόσιο. Κωμαστής και εταίρες σε ερωτικό παιχνίδι. Τέλος 6ου αιώνα π.χ. Βασιλικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, Βρυξέλες.

Με μια πρωτοποριακή προσέγγιση που απευθύνεται τόσο στον μελετητή όσο και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας διερευνά τη διάρθρωση της αγοράς του έρωτα στην αρχαία Αθήνα, εξετάζοντας στοιχεία που αφορούν την οικονομική και κοινωνική ιστορία, αλλά και την ιστορία του φύλου και του δικαίου, βασισμένος στις πηγές. Έτσι, μέσα από περιπτώσεις γυναικών που διηύθυναν επιχειρήσεις πορνείας, οι οποίες συχνά διατηρούνταν από γενιά σε γενιά, σε μητρογραμμική βάση, εξετάζεται ο ρόλος που διαδραμάτισε το ανθηρό εμπόριο του έρωτα στην αθηναϊκή κοινωνία.

«Τα υλικά κατάλοιπα είναι μια σημαντική –αλλά δύσκολη– πηγή πληροφοριών σχετικά με την αθηναϊκή πορνεία. Οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι έχουν εντοπίσει “συνοικίες με κόκκινα φανάρια” στην αρχαία Αθήνα και έχουν επίσης αποκαλύψει κατόψεις κτιρίων που πιστεύεται ότι ήταν οίκοι ανοχής, εντός των οποίων βρέθηκαν τέχνεργα τα οποία υποτίθεται ότι συνδέονται με την πορνεία. Πολλές παραστάσεις στην κεραμική (“αγγειογραφία”) έχουν ταυτιστεί ως πορνικές σκηνές. Η αξιολόγηση τέτοιων στοιχείων, ωστόσο, είναι δύσκολη μεθοδολογικά.

Για παράδειγμα, οι σύγχρονες απεικονίσεις των πορνείων, που επιλέχθηκαν από αττικά αγγεία, προσφέρουν πολυάριθμες απεικονίσεις γυναικών εν ώρα εργασίας, αλλά καμία ανδρική μορφή σε αυτόν τον ρόλο –ως εκδήλωση, κατά τη γνώμη μου, μιας πρακτικής κατά την οποία “οι κριτικοί τείνουν να υποθέτουν ότι οι γυναίκες σε σεξουαλικά σαφείς ετεροφυλόφιλες σκηνές είναι πόρνες”, ενώ οι ρητές απεικονίσεις ανδρικών ομοφυλοφιλικών σχέσεων ονομάζονται “σκηνές ερωτοτροπίας”».

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

To ιστορικό μυθιστόρημα «Άμνετ» της Μάγκι Ο’Φάρελ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ.

Ένα αγόρι, που το πέρασμά του από τη ζωή χάθηκε στη λησμονιά, αλλά το όνομά του έμεινε στην Ιστορία ως ο τίτλος ενός από τα διασημότερα θεατρικά έργα όλων των εποχών, ζωντανεύει από την πένα μιας σπουδαίας συγγραφέως στην καλύτερή της στιγμή.

Αυτή είναι η τρυφερή και αβάσταχτα συγκινητική ιστορία του Άμνετ, που, μια καλοκαιριάτικη μέρα του 1596, στο Στράτφορντ, αναζητά απεγνωσμένα βοήθεια για να σώσει τη δίδυμη αδερφή του, η οποία πέφτει στο κρεβάτι με πυρετό.

«Ο Άμνετ φτάνει στο σπίτι του γιατρού […] και χτυπάει με δύναμη την πόρτα. Συνειδητοποιεί, φευγαλέα, το σχήμα των δαχτύλων του, των νυχιών, και, όπως τα κοιτά, σκέφτεται την Τζούντιθ· χτυπάει με ακόμα μεγαλύτερη μανία. Βροντάει, κοπανάει, φωνάζει. [….]

Γυρίζει τρέχοντας. Ο κόσμος μοιάζει πιο αγριωπός, οι άνθρωποι πιο θορυβώδεις, οι δρόμοι μακρύτεροι, το χρώμα του ουρανού εισβάλλει στα μάτια του – ένα διαπεραστικό γαλάζιο. Το άλογο στέκει ακόμη ζεμένο στο κάρο του· το σκυλί έχει κουλουριαστεί σ’ ένα κατώφλι.[…]

Η πολυβραβευμένη συγγραφέας Μάγκι Ο’Φάρελ γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία, το 1972, και μεγάλωσε στην Ουαλία και τη Σκοτία.  Για το μυθιστόρημά της «Άμνετ» τιμήθηκε με το Women’s Prize for Fiction. Ζει στο Εδιμβούργο.

Όλο και κάποιος θα ’ναι σπίτι, είναι σίγουρος, όταν φτάσει στο σπίτι. Όταν ανοίξει την πόρτα. Όταν διαβεί το κατώφλι. Όταν φωνάξει, κάποιον, οποιονδήποτε. Κάποιος θ’ αποκριθεί. Κάποιος θα ’ναι εκεί. Εν αγνοία του, στον δρόμο για το σπίτι του γιατρού, προσπέρασε την υπηρέτρια, τον παππού και τη γιαγιά του, και τη μεγάλη του αδερφή.[…]

Η Τζούντιθ κείτεται ολομόναχη στο κρεβάτι της, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Δεν μπορεί να καταλάβει τι συνέβη τούτη τη μέρα. Εκεί που έκοβαν σπάγγους με τον Άμνετ, για τα μωρά της γάτας –έχοντας τον νου στη γιαγιά τους, που ’χε πει στην Τζούντιθ να κόψει το προσάναμμα και να γυαλίσει το τραπέζι, όσο ο Άμνετ θα έκανε τα σχολικά του καθήκοντα–, ξάφνου ένιωσε μια αδυναμία στα μπράτσα, έναν πόνο στην πλάτη, ένα τσούξιμο στον λαιμό. “Μου ’ρθε μια αδιαθεσία”, είχε πει στον αδερφό της, κι εκείνος είχε υψώσει το βλέμμα απ’ τα ψιψίνια, κοιτάζοντάς την, και τα μάτια του είχαν αλωνίσει το πρόσωπό της. Τώρα είναι ξαπλωμένη και δεν έχει ιδέα πώς βρέθηκε εδώ, ούτε πού πήγε ο Άμνετ, ούτε πότε θα γυρίσει η μητέρα της, ούτε γιατί το σπίτι είναι έρημο. […]

Κι ο Άμνετ; Μπαίνει ξανά στο στενό σπίτι, χτισμένο σ’ ένα άλλοτε ακατοίκητο κενό. Είναι βέβαιος, πλέον, ότι οι άλλοι θα γυρίσουν. Δε θα ’ναι μόνοι τους, αυτός κι η Τζούντιθ. Θα ’ρθει κάποιος που θα ξέρει τι να κάνει, που θα αναλάβει τις ευθύνες, κάποιος που θα του πει ότι όλα είναι εντάξει. Μπαίνει, αφήνει την πόρτα να κλείσει στο κατόπι του. Φωνάζει, ότι γύρισε, ότι είναι εδώ. Σωπαίνει, περιμένοντας απόκριση, μα δεν ακούγεται τίποτα: μόνο σιωπή».

Κανένας δεν είναι στο σπίτι. Η μάνα τους, η Άγκνες, είναι στον μαγισσόκηπό της, όπου καλλιεργεί βοτάνια, ενώ ο πατέρας τους λείπει στο Λονδίνο για δουλειά. Οι δυο γονείς δεν ξέρουν πως, μέχρι το τέλος της εβδομάδας, ένα από τα παιδιά τους δε θα είναι πλέον στη ζωή.

Εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, το βραβευμένο μυθιστόρημα της Μάγκι Ο’Φάρελ αφορά τον δεσμό μεταξύ των διδύμων κι έναν γάμο που φτάνει στο χείλος της καταστροφής από το βαρύ πένθος. Παράλληλα, αφηγείται τις ιστορίες ενός γερακιού και της κυράς του, ψύλλων που μπαίνουν σε ένα πλοίο στην Αλεξάνδρεια, και του γιου ενός γαντοποιού, που αψηφά τις συμβάσεις προκειμένου να διεκδικήσει τη γυναίκα που αγαπά.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

«Οι ακρωτηριασμένοι» του Χέρμανν Ούνγκαρ

Το μυθιστόρημα «Οι ακρωτηριασμένοι» του Χέρμανν Ούνγκαρ (1893-1929) κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροές, σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα και με επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη.

Ο υπάλληλος τραπέζης Φραντς Πόλτσερ, παγιδευμένος σε έναν ψυχρό εργασιακό κόσμο, έχει παραδοθεί στη μοιρολατρία και, ουσιαστικά, φυτοζωεί σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Το μόνο που τον συγκροτεί και τον συγκρατεί στη ζωή είναι η ακούραστη επιδίωξη της τάξης και της ασφάλειας –με τη μορφή της προστασίας από ένα εχθρικό και απρόβλεπτο, όπως το αντιλαμβάνεται, περιβάλλον. Ο κόσμος είναι ο πιο άσπονδος εχθρός του, κι εκείνο που του επιτρέπει να αντέχει τον αβάσταχτο βίο του είναι η προβλεψιμότητα της κάθε ημέρας.

Ο φόβος απέναντι σε κάθε αλλαγή τον ρίχνει στην αγκαλιά της σπιτονοικοκυράς του, της Κλάρας Πόργκες, μιας μαραμένης χήρας, η οποία ξέρει να εκμεταλλεύεται τις φοβίες του και τον εξουσιάζει πλήρως, μέχρι του σημείου της σεξουαλικής κακοποίησης.

Στο επίκεντρο του έργου του Ούνγκαρ βρίσκουμε συχνά χαρακτήρες όπως ο Φραντς Πόλτσερ των «Ακρωτηριασμένων», οι οποίοι είναι ανίκανοι να δράσουν και οδηγούνται στην πλήρη αυτοταπείνωση. Ο πρώιμος θάνατος του συγγραφέα –πέθανε μόλις 36 ετών από οξεία σκωληκοειδίτιδα- έδωσε αφορμή για την υπόθεση ότι ο Ούνγκαρ βρισκόταν κοντά στους ήρωές του.

«Εκείνη έκαμψε την αντίστασή του και άνοιξε την πόρτα. Ο Πόλτσερ είδε στο σκοτάδι ότι τα μαλλιά της ήταν λυτά.

Ήταν κι εκείνη με τη νυχτικιά της.

Τον πήρε από το χέρι.

“Έλα Πόλτσερ!” είπε. Η φωνή της ήταν βραχνή. “Έλα!”

Εκείνος δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του.

Τον τράβηξε στο σκοτεινό δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Τον οδήγησε στο κρεβάτι. “Μα εσύ τρέμεις” του είπε.

Το κρεβάτι ήταν ζεστό. Τον σκέπασε με το πάπλωμα. Το κρεβάτι ανάδινε μια μυρωδιά μαλλιών.

Η κυρία Πόργκες έγειρε δίπλα του.

“Δεν θα με διώξετε από το δωμάτιο, κυρία Πόργκες;” είπε.

Εκείνη γέλασε και τρίφτηκε πάνω του. Ο Πόλτσερ κατάλαβε ότι περίμενε κάτι απ’ αυτόν και κόλλησε πάνω της. Η κυρία Πόργκες τον αγκάλιασε και γέλασε δυνατά. Ο Πόλτσερ αναλογίστηκε τις συνέπειες της έξωσης και έβαλε τα δυνατά του. Από στιγμή σε στιγμή γινόταν ολοένα πιο νευρικός και ανυπόμονος. Ένιωσε τον ιδρώτα να σχηματίζει σταγόνες στο μέτωπό του. Τώρα η κυρία Πόργκες ήταν ξαπλωμένη δίπλα του και δεν κουνιόταν.

“Μα πώς ιδρώνεις έτσι, τρεμουλιάρη!” είπε γελώντας. “Πώς ιδρώνεις!”

O Πόλτσερ ντράπηκε για τον ιδρώτα του εκείνη τη στιγμή, αν και ήξερε πως δεν ήταν ντροπή να ιδρώνεις αλλά κάτι φυσιολογικό.

“Είμαι κουρασμένη” είπε η κυρία Πόργκες. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Έπειτα γύρισε προς τη μεριά του τοίχου. “Γι’ αυτό με ξύπνησες;” “Ίσως αύριο τα καταφέρεις καλύτερα” του είπε γελώντας».

Μια λαίλαπα από γεγονότα πυροδοτείται -ένα κουβάρι από αδιέξοδα, θρησκευτικό φανατισμό, φιλαργυρία και βίαιη σεξουαλικότητα- που απειλεί να αφανίσει στο πέρασμά της όχι μόνο την τάξη αλλά και όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.

Ο μεγάλος Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, αναφερόμενος στο μυθιστόρημα «Οι ακρωτηριασμένοι», έγραψε ότι «έχει μια τόσο δαιμονική δύναμη, ώστε νιώθεις να διαπερνούν τα νεύρα σου ρίγη αδυναμίας σχεδόν μεθυστικά – […] δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις με τρόμο, δεν μπορείς παρά να συνεχίσεις να το διαβάζεις με φρίκη…».

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

«Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» || εκδόσεις Μεταίχμιο

«Ένας διαφορετικός τυμπανιστής», το πρώτο μυθιστόρημα του Αφροαμερικανού Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι (1937–2017), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το βιβλίο του «χαμένου γίγαντα της αμερικανικής λογοτεχνίας», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 και τον κατέταξε μεταξύ των Τζέιμς Μπόλντουιν και Γουίλιαμ Φώκνερ, επανέρχεται σε νέα έκδοση και τοποθετείται στα ράφια της κλασικής λογοτεχνίας.

Μια μέρα του 1957, στο Σάτον, τη μικρή πόλη μιας επινοημένης πολιτείας του αμερικάνικου Νότου ανάμεσα στο Μισισίπι και την Αλαμπάμα, ο νεαρός μαύρος αγρότης Τάκερ Κάλιμπαν ρίχνει αλάτι στα χωράφια του, σκοτώνει τα ζωντανά του, βάζει φωτιά στο σπίτι του, παίρνει τη γυναίκα και το παιδί του και φεύγει. Οι λευκοί της μικρής πόλης παρακολουθούν σαστισμένοι· τις επόμενες μέρες, το σάστισμά τους εντείνεται, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι μαύροι κάτοικοι φοράνε τα κυριακάτικά τους, παίρνουν ό,τι πολύτιμο έχουν και φεύγουν και εκείνοι.

«Πάει τέλειωσε τώρα. Οι πιο πολλοί άντρες που στέκονταν, έγερναν ή κάθονταν στη βεράντα της εισόδου του Παντοπωλείου Τόμασον είχαν βρεθεί στο αγρόκτημα του Τάκερ Κάλιμπαν την Πέμπτη όταν άρχισαν όλα, αν και, με την ενδεχόμενη εξαίρεση του κυρίου Χάρπερ, κανένας τους δεν ήξερε ότι κάτι άρχιζε τότε. Όλη την Παρασκευή και για μεγάλο μέρος του Σαββάτου έβλεπαν τους νέγρους του Σάτον, με τα μπαγκάζια τους ή και με άδεια χέρια, να περιμένουν στην άκρη της εισόδου του παντοπωλείου για το ωριαίο λεωφορείο που θα τους πήγαινε στην Ανατολική Ράχη και, διαμέσου του Χάρμονς Ντρόου, στο Νιου Μαρσάιλς και στον Δημοτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό.

Από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες ήξεραν ότι το Σάτον δεν ήταν η μοναδική πολίχνη, ήξεραν ότι όλοι οι νέγροι σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα σταυροδρόμια της Πολιτείας χρησιμοποιούσαν κάθε διαθέσιμο μεταφορικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των ποδιών τους, για να ταξιδέψουν προς τα σύνορα της Πολιτείας και να τραβήξουν προς το Μισισίπι ή την Αλαμπάμα ή το Τενεσί, ακόμα κι αν κάποιοι (όχι οι περισσότεροι) σταματούσαν ακριβώς εκεί και άρχιζαν να γυρεύουν καταφύγιο και δουλειά. Ήξεραν ότι οι πιο πολλοί δεν θα σταματούσαν μόλις περνούσαν τα σύνορα, αλλά θα συνέχιζαν ώσπου να φτάσουν σ’ ένα μέρος όπου θα είχαν έστω και την ελάχιστη ευκαιρία να ζήσουν, ή να πεθάνουν, αξιοπρεπώς, γιατί οι άντρες είχαν δει φωτογραφίες του σιδηροδρομικού σταθμού τίγκα στους μαύρους, και στη Δημοσιά ανάμεσα στο Νιου Μαρσάιλς και στο Γουίλσον Σίτι είχαν δει τις ουρές των αμαξιών που ήταν γεμάτα νέγρους και κάμποσα μπαγκάζια για να τους πείσουν ότι εκείνοι δεν είχαν μπει σ’ όλον αυτόν τον κόπο απλώς για να μετακινηθούν καμιά εκατοστή μίλια. Και όλοι είχαν διαβάσει την ανακοίνωση του κυβερνήτη: “Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ποτέ δεν τους είχαμε ανάγκη, ποτέ δεν τους θέλαμε, και θα τα πάμε μια χαρά και δίχως αυτούς· ο Νότος θα τα πάει καλά και δίχως αυτούς. Μολονότι μειώθηκε κατά ένα τρίτο ο πληθυσμός, εμείς θα τα πάμε μια χαρά. Έχουν μείνει πάμπολλοι καλοί άνθρωποι”.

Ήθελαν όλοι να το πιστέψουν. Δεν είχαν ζήσει πολύ σ’ έναν κόσμο δίχως μαύρα πρόσωπα, κι έτσι τίποτα δεν είχαν για σίγουρο, αλλά έλπιζαν ότι όλα θα πήγαιναν καλά, προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το ζήτημα είχε τελειώσει, αν και διαισθάνονταν ότι για κείνους μόλις άρχιζε».

Μια ερμηνεία της μαύρης ταυτότητας, μέσα από τα μάτια των λευκών, πάντα, αφηγητών και σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανάγκες και επιθυμίες. Πώς αντιλαμβάνονται αυτήν την αυθόρμητη απόρριψη της υποτέλειας εκ μέρους των μαύρων συμπολιτών τους αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες; Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί; Μισαλλόδοξοι και φίλα προσκείμενοι;

Ένα συγκλονιστικό, άκρως επίκαιρο βιβλίο που ρίχνει νέο φως στα φυλετικά προβλήματα που μαστίζουν χρόνια την αμερικάνικη κοινωνία.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

«Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» || εκδόσεις Δώμα

Το μυθιστόρημα «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Ντέλια Όουενς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.

«Άλλο βάλτος κι άλλο έλος. Ο βάλτος είναι ένας τόπος φωτεινός, όπου χορτάρια φυτρώνουν στο νερό, και το νερό κυλά και γίνεται ένα με τον ουρανό. Αργοκίνητα ρυάκια φιδογυρνούν κουβαλώντας την τροχιά του ήλιου ίσαμε τη θάλασσα, και πουλιά μακρυκάνικα απογειώνονται με χάρη απρόσμενη –σαν να μην ήταν φτιαγμένα να πετούν- την ώρα που χίλιες λευκόχηνες κάνουν τον σαματά τους.

Και κάπου στον βάλτο, εδώ κι εκεί, το έλος το αληθινό πάει και συναντά ύπουλους βούρκους κρυμμένους μέσα σε υγρά, πνιγηρά δάση. Τα νερά στο έλος είναι ακίνητα και σκοτεινά· νερά που καταπίνουν το φως στο λασπερό λαρύγγι τους. Ακόμα και τα σκουλήκια που κανονικά βγαίνουν από τη γη τη νύχτα, σε τούτα τα λημέρια γίνονται ημερόβια. Υπάρχουν, βέβαια, και ήχοι, αλλά σε σύγκριση με τον βάλτο, το έλος είναι πολύ σιωπηλό, γιατί η αποσύνθεση είναι διεργασία που συντελείται σε κυτταρικό επίπεδο. Η ζωή σαπίζει και όζει και επιστρέφει στο βρεγμένο χώμα· ένας βρωμερός λάκκος όπου ο θάνατος γεννοβολά ζωή.

Το μυθιστόρημα είναι μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει.

«Η Κάια άφησε το περιοδικό στα πόδια της με το μυαλό της να ταξιδεύει σαν τα σύννεφα. Κάποια θηλυκά έντομα τρώνε το ταίρι τους, μητέρες από την οικογένεια των θηλαστικών εγκαταλείπουν τα μικρά τους λόγω του μεγάλου στρες, πολλά αρσενικά βρίσκουν ριψοκίνδυνους ή πανούργους τρόπους ώστε το σπέρμα τους να επικρατήσει των ανταγωνιστών τους. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά απρεπές εφόσον βοηθάει να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Η Κάια ήξερε πως αυτό δεν αποτελούσε κάποια σκοτεινή πλευρά της Φύσης· ήταν απλώς επινοητικοί τρόποι να τα βγάζεις πέρα όταν όλα είναι εναντίον σου. Και με τους ανθρώπους, το πράγμα σίγουρα πήγαινε ακόμα πιο μακριά.»

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Η πιο θεατρική βιβλιοθήκη του κόσμου, σχεδιασμένη από τον Κένγκο Κούμα

«Ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» είπε ο Κικέρων και η γρανιτένια όψη του Μουσείου Πολιτισμού Kadokawa του Τόκιο δεν προετοιμάζει κανέναν για τη θερμή ψυχή του κτηρίου και την πιο θεατρική βιβλιοθήκη του κόσμου.

Σχεδιασμένη από τον Κένγκο Κούμα, διαθέτει 50.000 τίτλους και είναι μια πρόκληση όχι μόνο για βιβλιόφιλους ή φανταστικούς αναγνώστες αλλά και για φιλοπερίεργους που θα αναζητήσουν σε έναν δαίδαλο, σε μια αίθουσα υψηλής αισθητικής, το βιβλίο που πιθανώς θα αλλάξει τη ζωή τους.

Ο πανύψηλος χώρος αποτελεί ένα αληθινό αξιοθέατο, εσωτερικά και εξωτερικά. Λίγους μήνες μετά τα εγκαίνιά του, το πολιτιστικό κέντρο έχει ήδη φιλοξενήσει μια ποικιλία μουσικών και θεατρικών παραστάσεων, με τα κλιμακωτά ράφια και τους μεταλλικούς διαδρόμους να λειτουργούν ως φόντο, με το κοινό να παρακολουθεί μέσα από οθόνες που βρίσκονται κυριολεκτικά φυτεμένες μέσα σε βιβλία δημιουργώντας μια συναρπαστική εμπειρία.

Ο διάσημος Ιάπωνας αρχιτέκτονας Κένγκο Κούμα και οι συνεργάτες του παρουσίασαν το τελευταίο τους έργο για την πόλη του Τόκιο, το «Μουσείο Πολιτισμού Kadokawa» στα τέλη του 2020.

Πρόκειται για ένα κτήριο που βρίσκεται περίπου 30 χιλιόμετρα από το κέντρο του Τόκιο και αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ανάπτυξης που ονομάζεται «Πόλη Tokorozawa Sakura».

Πίσω από το όμορφο και περίπλοκο σχήμα του βρίσκονται πέντε όροφοι.

Ο πρώτος έχει μια μικρή αλλά όμορφη βιβλιοθήκη και μια γκαλερί 1.000 τετραγωνικών μέτρων για εκθέσεις για θέματα όπως η φύση, η επιστήμη, η τέχνη, η φυσική ιστορία, η μόδα, το περιβάλλον και η κοινωνία.

Στον δεύτερο όροφο, στεγάζεται ένα καφέ και ένα κατάστημα, ενώ ο τρίτος είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένος σε ταινίες κινουμένων σχεδίων και ιαπωνικό anime.

Στον τέταρτο όροφο, στεγάζεται μια άλλη εντυπωσιακή βιβλιοθήκη διπλού ύψους, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε «βιβλιοθήκη θέατρο». Σε αυτόν τον όροφο, τα ράφια ύψους οκτώ μέτρων υψώνονται προς την οροφή και στεγάζουν περίπου 50.000 βιβλία. Τέλος, στον πέμπτο όροφο στεγάζεται μια άλλη γκαλερί που συνοδεύεται από ένα εστιατόριο με εξαιρετική θέα.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

«Η μέρα χωρίς όνομα» || εκδόσεις Gutenberg

«Η μέρα χωρίς όνομα» του Φρίντριχ Άνι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου.

Μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα αυτοκτονεί και ο αστυνομικός επιθεωρητής Γιάκομπ Φρανκ ανακοινώνει το γεγονός στη μητέρα της. Επί επτά ώρες κάθεται κοντά της για να την παρηγορήσει και επί είκοσι χρόνια η εικόνα της στοιχειώνει τα βράδια του. Ξαφνικά, στην πόρτα του τέως πλέον επιθεωρητή εμφανίζεται ο άντρας της γυναίκας και πατέρας του κοριτσιού: είναι σίγουρος πως η κόρη του είχε δολοφονηθεί.

«Δεν ήταν στο δωμάτιό της· την είχαν στο νεκροτομείο για να την εξετάσουν. Εκεί πήγα και την είδα, κρατώντας από το χέρι τη γυναίκα μου. Γεια σου, Έστερ, της είπα· τόσο ανόητος, τόσο ενοχλητικός ήμουνα εκείνη τη μέρα, κι όλες τις επόμενες μέρες, και τώρα ακόμα. Καλέ μου Θεέ, είπα, άκουσέ με αυτή τη μία και μοναδική φορά και κάνε ν’ ανασάνει ξανά. Δεν μπορεί να ’χουν τελειώσει οι ανάσες εκεί ψηλά στα ουράνια, είπα με δυνατή φωνή στο δωμάτιο της κόρης μας. Τέτοια πράγματα σκεφτόταν το μυαλό μου, κι εγώ τα ξεστόμιζα. Η Ντόρις, η γυναίκα μου, έκλαιγε στην κουζίνα, στο τραπέζι της κουζίνας. Εγώ δεν έκλαψα. Έκλαψα πολύ αργότερα, όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία.

Δεν είχαμε ιδέα. Η Σάντρα ήταν η πρώτη που μας το είπε κατάμουτρα ότι η Έστερ μας ήθελε να σκοτωθεί. Ψέμα! Θεέ μου. Πώς τόλμησε να σταθεί εκεί μπροστά μας, στο σαλόνι μας μέσα, και να μας πει τέτοιο πράγμα. Λίγες ώρες μετά την επιστροφή μας από το νεκροτομείο. Στην αρχή δεν το πίστεψα, η γυναίκα μου το πίστεψε. Το φαντάζεστε, επιθεωρητά; Η Ντόρις την πίστεψε τη Σάντρα, την πήρε στα σοβαρά. Αυτό δεν της συγχώρεσα ούτε τότε ούτε ποτέ. Ότι και καλά η κόρη μας είχε κάποιο είδος βαριάς μελαγχολίας και γι’ αυτό κρεμάστηκε. Έβαλα τέλος στη συζήτηση και πήγα ξανά στο δωμάτιο της Έστερ και προσευχήθηκα ξανά στον καλό Θεό, να πλάσει στην ανάγκη μια καινούργια ανάσα και να τη χαρίσει στην Έστερ.

Σας το λέω επειδή με ακούτε και με πιστεύετε, το βλέπω στο πρόσωπό σας. Αυτό δεν το ’χω ομολογήσει ποτέ σε κανέναν άλλον –μόνο σ’ εσάς.

Είμαι τώρα εξήντα τεσσάρων χρονών, τότε ήμουν σαράντα τεσσάρων, ολόκληρος άντρας δηλαδή, υπάλληλος σε μια ονομαστή εταιρεία ρουχισμού, ιδιοκτήτης ενός μικρού σπιτιού στο Ράμερσντορφ, με ωραίο κήπο. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πέφτει στα γόνατα να παρακαλάει: Καλέ μου Θεέ, δώσε ανάσα στο παιδί μου. Θα τον κοροϊδεύουν κι οι τοίχοι. Αλλά εγώ εκεί, δεν έλεγα να σταματήσω τα παιδιαρίσματα. Ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι η κόρη μας δεν είχε αυτοκτονήσει.

Μετά ήρθε ο αστυνόμος, ο συνάδελφός σας, και μας είπε ότι ο ιατροδικαστής δεν απέκλειε τελείως την περίπτωση εξωγενών αιτίων.

Δεν την ήξερα αυτή την έκφραση, δεν ήξερα πως υπάρχει, αλλά την κατάλαβα και την πίστεψα αμέσως. Εξωγενή αίτια. Κι έβαλα επιτόπου τις φωνές στη γυναίκα μου, μπροστά στον καλοντυμένο επιθεωρητή, σκούρα γραβάτα, σκούρο σακάκι, ήρεμο και συγκρατημένο φέρσιμο, τίποτα απ’ αυτά δεν μ’ εμπόδισε να βάλω τις φωνές στη γυναίκα μου, επειδή της άξιζε. Επειδή είχε πιστέψει τα λόγια της Σάντρας. Επειδή δεν μου είχε τηλεφωνήσει αυτή στο Σάλτσμπουργκ, η αστυνομία μου είχε τηλεφωνήσει στο ξενοδοχείο. Οι άλλοι όλοι στην ομάδα είχαν ήδη κινητά, εγώ όχι ακόμη· αλλά αυτό δεν είναι επιχείρημα· η γυναίκα μου μπορούσε να με βρει. Δεν ήθελε. Δεν μπορούσε, ισχυρίστηκε αργότερα – αλλά εγώ δεν την πίστεψα.

Εξωγενή αίτια θα πει ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί και αυτός είχε το σκοινί. Αυτός ο άλλος το πέρασε θηλιά γύρω από το λαιμό της κόρης μας. Και την κρέμασε από το δέντρο στο πάρκο της Μπαντ Ντιρκχάιμερ Στράσε. Η Εγκληματολογική Υπηρεσία το απέκλεισε αυτό, παρά τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή.

Ρώτησαν όλους τους μαθητές του σχολείου, ερεύνησαν τα πάντα, πήραν όρκο ότι δεν άφησαν τίποτα που να μην το ψάξουν. Έτσι δεν είναι; Ούτε μάρτυρες ούτε αποδείξεις βρήκαν.

Η κόρη μου δεν είχε μελαγχολία στην καρδιά της. Έπεσε θύμα δολοφόνου. Κι αυτόν τον δολοφόνο πρέπει επιτέλους να τον βρείτε, κύριε Φρανκ. Σας παρακαλώ, σας ικετεύω γονατιστός».

Ο επιθεωρητής Φρανκ ξεπερνά τους ενδοιασμούς του και αρχίζει μια νέα έρευνα.

Με φόντο ή και πρόσχημα μια αστυνομική ιστορία, ο πολυβραβευμένος Γερμανός συγγραφέας Φρίντριχ Άνι εστιάζει στα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του, φωτίζει τη μελαγχολία και τη μοναξιά και αποκαλύπτει την καθημερινή, υπόγεια και περίπλοκη βιαιότητα της ζωής.

 
Copyright © 2014 AthensIn. Designed by OddThemes