Ένα αγόρι, που το πέρασμά του από τη ζωή χάθηκε στη λησμονιά,
αλλά το όνομά του έμεινε στην Ιστορία ως ο τίτλος ενός από τα διασημότερα
θεατρικά έργα όλων των εποχών, ζωντανεύει από την πένα μιας σπουδαίας συγγραφέως
στην καλύτερή της στιγμή.
Αυτή είναι η τρυφερή και αβάσταχτα συγκινητική ιστορία του Άμνετ,
που, μια καλοκαιριάτικη μέρα του 1596, στο Στράτφορντ, αναζητά απεγνωσμένα βοήθεια
για να σώσει τη δίδυμη αδερφή του, η οποία πέφτει στο κρεβάτι με πυρετό.
«Ο Άμνετ φτάνει στο σπίτι του γιατρού […] και χτυπάει με δύναμη
την πόρτα. Συνειδητοποιεί, φευγαλέα, το σχήμα των δαχτύλων του, των νυχιών, και,
όπως τα κοιτά, σκέφτεται την Τζούντιθ· χτυπάει με ακόμα μεγαλύτερη μανία. Βροντάει,
κοπανάει, φωνάζει. [….]
Γυρίζει τρέχοντας. Ο κόσμος μοιάζει πιο αγριωπός, οι άνθρωποι
πιο θορυβώδεις, οι δρόμοι μακρύτεροι, το χρώμα του ουρανού εισβάλλει στα μάτια
του – ένα διαπεραστικό γαλάζιο. Το άλογο στέκει ακόμη ζεμένο στο κάρο του· το
σκυλί έχει κουλουριαστεί σ’ ένα κατώφλι.[…]
Η πολυβραβευμένη συγγραφέας Μάγκι Ο’Φάρελ γεννήθηκε στη Βόρεια
Ιρλανδία, το 1972, και μεγάλωσε στην Ουαλία και τη Σκοτία. Για το μυθιστόρημά της «Άμνετ» τιμήθηκε με το
Women’s Prize for Fiction. Ζει στο Εδιμβούργο.
Όλο και κάποιος θα ’ναι σπίτι, είναι σίγουρος, όταν φτάσει
στο σπίτι. Όταν ανοίξει την πόρτα. Όταν διαβεί το κατώφλι. Όταν φωνάξει, κάποιον,
οποιονδήποτε. Κάποιος θ’ αποκριθεί. Κάποιος θα ’ναι εκεί. Εν αγνοία του, στον
δρόμο για το σπίτι του γιατρού, προσπέρασε την υπηρέτρια, τον παππού και τη
γιαγιά του, και τη μεγάλη του αδερφή.[…]
Η Τζούντιθ κείτεται ολομόναχη στο κρεβάτι της, ανοιγοκλείνοντας
τα μάτια. Δεν μπορεί να καταλάβει τι συνέβη τούτη τη μέρα. Εκεί που έκοβαν σπάγγους
με τον Άμνετ, για τα μωρά της γάτας –έχοντας τον νου στη γιαγιά τους, που ’χε
πει στην Τζούντιθ να κόψει το προσάναμμα και να γυαλίσει το τραπέζι, όσο ο Άμνετ
θα έκανε τα σχολικά του καθήκοντα–, ξάφνου ένιωσε μια αδυναμία στα μπράτσα, έναν
πόνο στην πλάτη, ένα τσούξιμο στον λαιμό. “Μου ’ρθε μια αδιαθεσία”, είχε πει
στον αδερφό της, κι εκείνος είχε υψώσει το βλέμμα απ’ τα ψιψίνια, κοιτάζοντάς την,
και τα μάτια του είχαν αλωνίσει το πρόσωπό της. Τώρα είναι ξαπλωμένη και δεν έχει
ιδέα πώς βρέθηκε εδώ, ούτε πού πήγε ο Άμνετ, ούτε πότε θα γυρίσει η μητέρα της,
ούτε γιατί το σπίτι είναι έρημο. […]
Κι ο Άμνετ; Μπαίνει ξανά στο στενό σπίτι, χτισμένο σ’ ένα άλλοτε
ακατοίκητο κενό. Είναι βέβαιος, πλέον, ότι οι άλλοι θα γυρίσουν. Δε θα ’ναι μόνοι
τους, αυτός κι η Τζούντιθ. Θα ’ρθει κάποιος που θα ξέρει τι να κάνει, που θα
αναλάβει τις ευθύνες, κάποιος που θα του πει ότι όλα είναι εντάξει. Μπαίνει, αφήνει
την πόρτα να κλείσει στο κατόπι του. Φωνάζει, ότι γύρισε, ότι είναι εδώ. Σωπαίνει,
περιμένοντας απόκριση, μα δεν ακούγεται τίποτα: μόνο σιωπή».
Κανένας δεν είναι στο σπίτι. Η μάνα τους, η Άγκνες, είναι
στον μαγισσόκηπό της, όπου καλλιεργεί βοτάνια, ενώ ο πατέρας τους λείπει στο
Λονδίνο για δουλειά. Οι δυο γονείς δεν ξέρουν πως, μέχρι το τέλος της εβδομάδας,
ένα από τα παιδιά τους δε θα είναι πλέον στη ζωή.
Εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, το βραβευμένο μυθιστόρημα
της Μάγκι Ο’Φάρελ αφορά τον δεσμό μεταξύ των διδύμων κι έναν γάμο που φτάνει
στο χείλος της καταστροφής από το βαρύ πένθος. Παράλληλα, αφηγείται τις ιστορίες
ενός γερακιού και της κυράς του, ψύλλων που μπαίνουν σε ένα πλοίο στην Αλεξάνδρεια,
και του γιου ενός γαντοποιού, που αψηφά τις συμβάσεις προκειμένου να διεκδικήσει
τη γυναίκα που αγαπά.