Για τον Henri
Matisse το χρώμα ήταν η έννοια της τέχνης.
Για να φανερωθεί αυτό που απεικονίζεται,
δεν χρειάζονται γραμμές, τεχνικές,
περιορισμοί. Χρειάζεται απλώς χρώμα.
Και σε αυτή την αφαιρετική οπτική ήταν
που ο ζωγράφος κατάφερε να δημιουργήσει
μερικούς από τους γνωστότερους πίνακες
της μοντέρνας τέχνης, έργα επαναστατικά,
που τάραξαν το καλλιτεχνικό κατεστημένο
του 20ου αιώνα.
Τα Πρώτα
Χρόνια
Γεννήθηκε
στις 31 Δεκεμβρίου του 1869 στο La Cateau της
Γαλλίας από μεσοαστούς γονείς. Η ζωή
του ξεκίνησε με διαφορετικές βλέψεις
από αυτές που γνωρίζουμε, αφού το 1887
πήγε να σπουδάσει νομικά στο Παρίσι και
έναν χρόνο μετά ξεκίνησε να εργάζεται
σε δικηγορικό γραφείο. Το 1889, κατά τη
διάρκεια της ανάρρωσής του από εγχείρηση
σκωληκοειδίτιδας, η μητέρα του του έφερε
ένα δώρο που θα άλλαζε τη ζωή του 20χρονου
Henri: ένα σετ με είδη ζωγραφικής. Ξεκίνησε
να ζωγραφίζει αντιγραφές εικόνων από
το σετ και με τον καιρό οι τοίχοι του
σπιτιού των γονιών του γέμισαν με τις
πρώτες του δημιουργίες.
Το 1891
εγκατέλειψε την νομική και αποφάσισε
να ασχοληθεί επαγγελματικά με την τέχνη.
Για ένα χρόνο έλαβε μαθήματα από την
Académie Julian και μαθήτευσε υπό την εποπτεία
του William-Adolphe Bouguereau. Οι πρώτοι του καθηγητές
επικέντρωσαν την προσοχή του στην
νατουραλιστική τέχνη και τις κλασσικές
μεθόδους, από τις οποίες η δημιουργικότητα
του Matisse σύντομα άρχισε να περιορίζεται
με αποτέλεσμα να σταματήσει τις σπουδές
του. Έχοντας αποτύχει στις εισαγωγικές
εξετάσεις του Ecole de Beaux Arts, άρχισε να
δουλεύει σχολαστικά στο ατελιέ του
Γάλλου συμβολιστή Gustave Moreau το 1892 οπού
έμεινε μέχρι το 1898. Το 1895 πέρασε τις
εξετάσεις του Ecole de Beaux-Arts. Ο Moreau άφησε
ελεύθερο τον Matisse να δημιουργήσει και,
σε συνδυασμό με τις σπουδές του, το 1896
το έργο του “Woman Reading” (1894), κατάφερε να
κρεμαστεί στους τοίχους του Salon de la
Société Nationale des Beau-Arts.
Παράλληλα,
άρχισε από μόνος του να μελετά σύγχρονούς
του ιμπρεσιονιστές όπως Paul Cezanne, Paul
Gauguin και κυρίως τη δουλειά του Vincent Van
Gogh. Το 1987 φιλοτεχνεί το έργο “The Dinner
Table” το οποίο πυροδοτεί αρνητικές
αντιδράσεις από την κοινωνία της υψηλής
τέχνης, ως υπερβολικά Ιμπρεσιονιστικό.
Ταξίδεψε αρκετά και τα χρώματα του
κόσμου σε συνδυασμό με το φωτεινό βλέμμα
των Ιμπρεσιονιστών, έδωσαν ζωή στα
προηγουμένως μουντά έργα του.
Άρχισε να
ενδιαφέρεται για το ανερχόμενο ρεύμα
του πουαντιγισμού κυρίως λόγω των
επιρροών των Henri Edmond Cross, George Seurat και Paul
Signac. Ο πουαντιγισμός αποτελεί μία μορφή
του ιμπρεσιονισμού στην οποία ο
καλλιτέχνης, αντί για παχιές και γρήγορες
πινελιές, χρησιμοποιεί τελείες χρώματος
για να αποδώσει την πραγματικότητα
αυτού που ζωγραφίζει. Η ιδέα του
Νέο-Ιμπρεσιονισμού τον συνεπήρε και
αυτό φαινόταν και στα έργα του. Οι
δημιουργίες του βρήκαν τη θέση τους στο
Salon des Indépendants και σταμάτησε να τα εκθέτει
στο Salon de la Société το 1901.
Την περίοδο
1902-1903, η ζωή – και κυρίως τα οικονομικά
προβλήματα που αντιμετώπιζε-απομάκρυνε
τον Matisse από την τέχνη. Παρόλα αυτά, η
πρώτη πενταετία του αιώνα οδήγησε σε
έργα με έντονα χρώματα και συνθέσεις
όπως το “Green Stripe” ενώ το 1905 ήταν μια
εποχή εμβάθυνσης στη μοντέρνα τέχνη.
Επίσης, ασχολήθηκε με τις δυνατότητες
της γλυπτικής με την οποία πειραματίστηκε
αρκετά, φιλοτεχνώντας το “The Serf” το
1903. Τον Ιούνιο του 1904 πραγματοποίησε
την πρώτη του αποκλειστική έκθεση στη
γκαλερί Vollard, η οποία όμως δεν συγκέντρωσε
τα βλέμματα που περίμενε.
Φωβισμός
Σκοπός του
Matisse και της τέχνης του ήταν να μπορέσει
να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων.
Ένα ταξίδι στην Saint Tropez της νότιας Γαλλίας
μαζί με τον, πλέον, φίλο του Signac, του
δίδαξε την σημασία των χρωμάτων, και
οδήγησε στην δημιουργία του “Luxe, calme et
volupté” (1904) ενώ η επίσκεψη στο χωριό
Collioure, στα “Open Window” και “Woman with a Hat”
(1905). Τα έργα αυτά, αυτές οι διατυπώσεις
ελεύθερου χρώματος και αύρας, έγιναν
μέρη μιας έκθεσης στο Salon d’Automne στο
Παρίσι. Έμοιαζαν με άγρια θηρία του
μοντέρνου στα μάτια των κριτικών της
κλασσικής τέχνης, και έδωσαν στον
καλλιτέχνη τον χαρακτηρισμό του Φωβιστή.
Παρόλη την αρνητικότητα, τα έργα του
αγοράστηκαν από το ζεύγος Gertrude και Lein
Stein.
Η εποχή του
Φωβισμού για τον Matisse ξεκίνησε με αυτή
την έκθεση και, αν και σύντομη, καθιέρωσε
την τεχνική του. Φωτεινά χρώματα, αόριστες
πινελιές και η απουσία γραμμών ήταν τα
κύρια στοιχεία του. Ο ρεαλισμός είχε
πλέον αποχωρήσει μια και καλή από την
οπτική του ζωγράφου. Χαρακτηριστικό
έργο της περιόδου είναι επίσης το “The
Joy of Life”(1906),. Άλλα μέλη του ρεύματος του
Φωβισμού ήταν οι André Derain, Georges Braque, Raoul
Dufy και Maurice Vlaminck.
Ο Matisse ξεκίνησε
να καλλιεργεί μια στενή φιλία με την
Gertrude Stein και μέσω αυτής, γνωρίζει τον
Pablo Picasso. Αν και οι τεχνικές τους διέφεραν,
όντας δύο πρωτοποριακά κινήματα στην
μοντέρνα τέχνη, ο στόχος και των δύο
ήταν η ουσία των πράγματων. Αυτό που ο
Φωβισμός έκανε με το χρώμα, ο Κυβισμός
το πετύχαινε με το σχήμα. Παρόλα αυτά,
οι δύο ζωγράφοι θα διατηρήσουν μια
φαινομενική αντιπαλότητα μέχρι το τέλος
των ζωών τους.
Αν και το
ρεύμα εγκαταλείφθηκε και από τον ίδιο
το δημιουργό του μετά το 1906, ο Matisse
συνέχισε να κερδίζει δημοσιότητα και
να πρωτοπορεί.
Η εποχή της
Επιτυχίας
Αρχίζει να
ενδιαφέρεται για τη σχέση του ανθρώπινου
σώματος μέσα στον χώρο. Εμπνέεται από
την Ισλαμική τέχνη. Τα χρώματα γίνονται
πιο έντονα, η ιδέα του βάθους χάνεται
και οι μορφές γίνονται επίπεδες. Άρχισε
να επικεντρώνεται στην γλυπτική. Το
1909, ο Ρώσος συλλέκτης Sergei Ivanov ich Shchukin, ο
οποίος αποκτά μεγάλο αριθμό έργων του,
του ζητά να ζωγραφίσει μία σειρά πινάκων
με θέμα τη μουσική και το χορό. Η
θεματολογία ήταν πολύ σχετική με τα
ενδιαφέροντα του Matisse, και έδρασε ως
σπίθα για την έμπνευσή του. Από εκεί,
προήλθε ο διάσημος πίνακας “La Danse” ο
οποίος αποτελεί μία ξεκάθαρη ένδειξη
για τη συνέχεια της τεχνικής του
καλλιτέχνη. Μερικά από τα καλύτερα έργα
του πήραν μορφή την περίοδο 1907-1917, μεταξύ
των οποίων τα “ Red Room”(1908), “Red studio”
(1911), “Goldfish” (1916) και “Piano Lesson” (1916).
Αν και η
επιτυχία του μεγάλωνε στο εξωτερικό,
με τους περισσότερους αγοραστές των
έργων του να είναι Αμερικάνοι και Ρώσοι,
η Γαλλική καλλιτεχνική σκηνή δυσκολεύτηκε
ιδιαίτερα να αναγνωρίσει την ιδιοφυία
που παρουσίαζε ο Matisse. Κύριος λόγος ήταν
η ανάμεικτες εντυπώσεις που είχε
συγκεντρώσει το έργο του “Blue Nudes” που
παρουσίασε στο κοινό το 1907.
Όσο τον
τραβούσε η μοντέρνα τέχνη τόσο τα έργα
γινόντουσαν απλούστερα και βασισμένα
στη δύναμη των χρωμάτων και των αυστηρών
σχημάτων. Και όμως, τα εξέφραζε μία
ελευθερία και εκφραστικότητα μακριά
από τους συνηθισμένους όρους της τέχνης.
Τα θέματά του απλούστευαν επίσης, αφού
επικεντρωνόταν σε καθημερινές εικόνες,
που του έδιναν την εύκαιρα να τις
μελετήσει και να πειραματιστεί σε βάθος.
Με γρήγορους
ρυθμούς δουλειάς συνέχισε μέχρι και
τος τέλος της δεκαετίας του 20’. Στη
περίοδο αυτή δημιούργησε έργα όπως
“Odalisque with Magnolias” (1924) και “Decorative Figure on
an Ornamental Background” (1926).
Ως προς τη
γλυπτική, το 1930 ολοκλήρωσε το έργο του
“The Back” το οποίο δούλευε από το 1909. Τα
ταξίδια ήταν ακόμα σημαντικά για εκείνων,
ενώ αποτελούσαν τις κύριες πηγές
έμπνευσής του. Το 1923, οι ζωγραφιές του
συνόδεψαν μια συλλογή από ποιήματα του
Stephane Mallarme με τίτλο “Poésies”, ενώ συνέχισε
να ασχολείται με την εικονογράφηση
βιβλίων μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τα τελευταία
χρόνια
Το 1941 ο
ζωγράφος διαγνώστηκε με καρκίνο. Έκανε
επέμβαση η οποία ήταν αρκετά δύσκολη
και τον οδήγησε στην συνέχιση της ζωής
του σε αναπηρική καρέκλα. Παρόλα αυτά,
η επέμβαση έδωσε κουράγιο και νέο αέρα
στον Matisse. Άρχισε να ασχολείται με την
τεχνική του κολλάζ την οποία ο ίδιος
ονόμαζε «ζωγραφική με ψαλίδι», ένας
τέλειος αντικατοπτρισμός της ουσίας
που με τόσο πάθος έψαχνε. Χρωμάτιζε ο
ίδιος χαρτιά τα οποία έκοβε σε διαφορετικά
σχήματα ώστε να αποτυπωθεί το θέμα της
κάθε δημιουργίας του. Για τον ζωγράφο,
η στιγμή αυτή ήταν η αποκορύφωση της
τέχνης του. Έφτιαξε έργα όπως: “La
Gerbe”(1951) και “Swimming Pool” (1952)
Το 1947 εξέδωσε
το βιβλίο Jazz, ένα αυτοβιογραφικό έργο
με εικονογραφήσεις του σε χρώματα και
σχέδια επηρεασμένα από τα κολλάζ του.
Ακόμη, τη τεχνική αυτή χρησιμοποίησε
ώστε να σχεδιάσει το βιτρό του “Chapelle
du Rosaire” στη Βανς της Γαλλίας, το οποίο
ολοκληρώθηκε το 1951. Πέθανε στις 3 Νοεμβρίου
του 1954 σε ηλικία 84 ετών στην Νίκαια της
Γαλλίας περιτριγυρισμένος από τα
κομμάτια των χρωματιστών χαρτιών των
κολλάζ του.